Επανέρχεται ο νόμος του σερίφη στην Αγγλία
Η αναίτια δολοφονία του νεαρού στο μετρό, ο οποίος υπέπεσε στο λάθος να είναι μελαψός και να φοράει μπλούζα μεγάλου μεγέθους, με αποτέλεσμα τα ξεφτέρια της βρετανικής Αστυνομίας να νομίζουν πως ήταν ζωσμένος με εκρηκτικά, δύο μόλις εβδομάδες μετά τα αιματηρά χτυπήματα στην καρδιά της βρετανικής πρωτεύουσας, επανέφερε στο επίκεντρο του προβληματισμού τα όρια δράσης της Αστυνομίας και των κατασταλτικών μηχανισμών.
H εκτέλεση του νεαρού Νοτιοαμερικανού συγκεκριμένα απέδειξε ότι η ενθάρρυνση της Αστυνομίας να αξιοποιεί στο πλαίσιο της «αντιτρομοκρατικής σταυροφορίας» τα πιο παραδοσιακά μέσα που είχε στη διάθεσή της, όπως είναι το δικαίωμα πρώτα να πυροβολεί και μετά να ρωτάει ή να δικάζει, το μόνο που διασφαλίζει είναι η ακύρωση στην πράξη οποιασδήποτε δημοκρατικής εγγύησης παρεχόταν από το κράτος προς τους πολίτες, ώστε να αντισταθμίζεται το μονοπώλιο στην άσκηση βίας που ανέκαθεν διατηρούσε.
Η σπουδή που επέδειξε ο βρετανός πρωθυπουργός να εκφράσει την εμπιστοσύνη του στις δυνάμεις καταστολής, λίγες μόλις ώρες αφότου ξέσπασε το σκάνδαλο και τη στιγμή που η βρετανική Αστυνομία όφειλε να λογοδοτήσει για τη δολοφονία ενός αθώου πολίτη επειδή έμοιαζε με Άραβα και δεν ήταν καλοντυμένος λευκός, σημαίνει πως η κατεύθυνση του «shoot to kill» («πυροβολούμε για να σκοτώσουμε») θα συνεχίσει να αποτελεί οδηγό δράσης για τους βρετανικούς αστυνομικούς. Για τη συγκεκριμένη τακτική έχουν κατ’ επανάληψη εκφραστεί αμφιβολίες σε ό,τι αφορά ακόμη και την ίδια την αποτελεσματικότητά της, αφήνοντας κατά μέρος προς στιγμήν το ερώτημα κατά πόσο το κράτος έχει το δικαίωμα να υιοθετεί αυτούσιες τις πιο αποτρόπαιες τακτικές των σερίφηδων στην άγρια Δύση, της μαφίας στη συνέχεια και της Αλ Κάιντα στις μέρες μας. Οι λονδρέζικοι «Τάιμς» της προηγούμενης Κυριακής έγραφαν χαρακτηριστικά: «Η δολοφονία της Παρασκευής ήταν άμεσο αποτέλεσμα των νέων επιθετικών οδηγιών της Σκότλαντ Γιαρντ που βασίζονται στην εμπειρία αντιμετώπισης των βομβιστών του Ισραήλ και της Σρι Λάνκα. Οι βρετανοί αξιωματικοί έχουν τώρα οδηγίες να πυροβολούν τους υπόπτους στο κεφάλι, εάν πιστεύουν ότι είναι βομβιστές, αντιπροσωπεύοντας άμεσο κίνδυνο. Η πολιτική τού “πυροβολούμε για να σκοτώσουμε” δημιουργεί συνηχήσεις με τις πιο μαύρες μέρες του βορειοϊρλανδικού προβλήματος. Και εγείρει ανησυχητικά ερωτήματα, όταν εφαρμόζεται στις πολύ μεγαλύτερες και πιο ανάμεικτες κοινότητες της ηπειρωτικής Βρετανίας, όπου οι ύποπτοι τρομοκράτες είναι πολύ πιο δυσδιάκριτοι και σκιώδεις». Προς επίρρωση αξίζει να αναφέρουμε τρία από τα πιο χαρακτηριστικά εγκληματικά περιστατικά στα οποία πρωτοστάτησε η βρετανική Αστυνομία και είδαν το φως της δημοσιότητας τις προηγούμενες μέρες, στο πλαίσιο της αμφισβήτησης της δολοφονικής τακτικής «πυροβολούμε για να σκοτώσουμε».
Το πρώτο περιστατικό συνέβη στο δυτικό Λονδίνο το 1983 και είχε θύμα έναν σεναριογράφο ονόματι Στίβεν Γουάλντορφ, που δέχτηκε πέντε σφαίρες από περίστροφο της Αστυνομίας, επειδή είχε την ατυχία να μοιάζει εκπληκτικά με έναν φυγόδικο κακοποιό.
Το δεύτερο περιστατικό αφορά τη δολοφονία στο Γιβραλτάρ τριών μελών του ΙRΑ από τις ειδικές δυνάμεις. Η Αστυνομία ισχυρίστηκε τότε ότι τους εκτέλεσε, επειδή εσφαλμένα νόμιζε πως θα ενεργοποιούσαν με τηλεχειριστήριο εκρηκτικούς μηχανισμούς. Στην πραγματικότητα, όμως, επινόησε αυτήν τη δικαιολογία προκειμένου να καλύψει μια στυγνή πολιτική δολοφονία, που έγινε εφικτή στον βαθμό που το επέτρεπε η τακτική «πυροβολούμε για να σκοτώνουμε» και όχι για να αποτρέπουμε ή να καθηλώνουμε ή να συλλαμβάνουμε.
Το τρίτο -ακόμη πιο αποκαλυπτικό- περιστατικό συνέβη το 1999 και εξακολουθεί να διχάζει τη βρετανική κοινωνία. Το θύμα έκανε το σφάλμα να κρατάει στο δεξί του χέρι ένα μακρύ αντικείμενο που ήταν μάλιστα τυλιγμένο. Αφού τον εκτέλεσαν οι ειδικές δυνάμεις, ανακάλυψαν πως μέσα στο δέμα είχε ένα καινούργιο πόδι από τραπέζι, με το οποίο σκόπευε να αντικαταστήσει το φθαρμένο πόδι του τραπεζιού που είχε στην κουζίνα του…
Οφθαλμό αντί οφθαλμού
Πρόκειται για περιστατικά που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα διεκδικούσαν μια θέση στις… καλοκαιρινές επιθεωρήσεις. Δυστυχώς, όμως, αποτελούν καθημερινή πραγματικότητα στα ζοφερά χρόνια της αντιτρομοκρατικής σταυροφορίας, όπου θύτες όπως ο Μπλερ και ο Μπους, υπαίτιοι για τον θάνατο χιλιάδων αθώων ανθρώπων έξω και μέσα στις χώρες τους, υποδύονται τα θύματα και χώρες-τρομοκράτες, παραδείγματα προς αποφυγή για την πολιτισμένη ανθρωπότητα, όπως είναι το κράτος του Ισραήλ, αναγορεύονται σε δασκάλους.
Η τακτική της βρετανικής (και όχι μόνο, πολύ φοβόμαστε) Αστυνομίας «πυροβολούμε για να σκοτώσουμε», σε ένα άλλο επίπεδο, απομονωμένο από την τρέχουσα τρομοϋστερία, θίγει το θεμελιακό ερώτημα κατά πόσο το κράτος δικαιούται να αφαιρεί τη ζωή πολιτών, ακόμη και όσων με βάση δικαστικές αποφάσεις έχουν διαπράξει κάποιο έγκλημα.
Κατά πόσο δηλαδή έχει το δικαίωμα να εφαρμόζει τη θανατική ποινή. Τα στοιχεία που δημοσίευσε πολύ πρόσφατα η Διεθνής Αμνηστία, στο πλαίσιο της παγκόσμιας εκστρατείας που διεξάγει για την απαγόρευση της θανατικής ποινής, αποκαλύπτουν μία εικόνα καθόλου ελκυστική.
Συγκεκριμένα, το 2004 εκτελέστηκαν τουλάχιστον 3.797 άνθρωποι σε 25 χώρες, ενώ καταδικάστηκαν σε θάνατο τουλάχιστον 7.395 άνθρωποι σε 64 χώρες. Οι λέξεις «τουλάχιστον» χρησιμοποιούνται, επειδή η διεθνής οργάνωση θεωρεί βέβαιο ότι οι εκτελέσεις και οι καταδίκες είναι στην πραγματικότητα πολύ περισσότερες. Μεγαλύτερη εντύπωση, όμως, προκαλεί η τετράδα των χωρών που διαπρέπει στη θανάτωση πολιτών.
Πρόκειται για την Κίνα, το Ιράν και το Βιετνάμ, που κατ’ επανάληψη έχουν δεχτεί σοβαρές επικρίσεις για το επίπεδο των δημοκρατικών ελευθεριών, αλλά και για τις ΗΠΑ, που αρέσκονται να εκδίδουν πιστοποιητικά δημοκρατικών φρονημάτων για όλο τον πλανήτη και να συντάσσουν λίστες με τυραννικά καθεστώτα, ώστε να μπορούν στη συνέχεια να ανατρέπουν αυτά τα καθεστώτα και να εγκαθιδρύουν κυβερνήσεις ανδρεικέλων τους.
Οι εκτελέσεις, λοιπόν, που έγιναν στις ΗΠΑ το 2004 έφτασαν τις 59, ανεβάζοντας έτσι στους 944 όσους εκτελέστηκαν αφότου επανήλθε η χρήση της θανατικής ποινής το 1977. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν τα διεθνή πρωτεία και στον τομέα των εκτελέσεων ανηλίκων, έχοντας δώσει τη θανατηφόρα ένεση σε περισσότερους ανήλικους παραβάτες από κάθε άλλη χώρα. Κατάφεραν έτσι από το 1990 μέχρι το 2003 και ξεπέρασαν σε εκτελέσεις ανηλίκων το Ιράν, την Κίνα, το Κονγκό, τη Νιγηρία, το Πακιστάν, τη Σαουδική Αραβία και την Υεμένη!
Κράτος-τιμωρός
Η σημαντικότερη κριτική που διατυπώνεται για τις θανατικές καταδίκες αφορά τη δυνατότητα επανόρθωσης μιας δικαστικής πλάνης. Στις ΗΠΑ από το 1973 έχουν αφεθεί ελεύθεροι 117 κρατούμενοι, που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, καθώς αποδείχθηκε στη συνέχεια η αθωότητά τους. Το 2004 καταγράφηκαν έξι τέτοια περιστατικά.
Η Διεθνής Αμνηστία, στο πλαίσιο της καμπάνιας που διεξάγει ώστε να αυξηθεί ο αριθμός των 120 χωρών που έχουν καταργήσει τη θανατική ποινή νομοθετικά ή στην πράξη, τονίζει για τις περιπτώσεις που προαναφέραμε πως συχνά γνωρίσματά τους είναι «η παράβαση καθήκοντος από τις εισαγγελικές ή αστυνομικές αρχές, η χρήση αναξιόπιστων μαρτυρικών καταθέσεων, υλικών αποδεικτικών στοιχείων ή μαρτυριών, καθώς και η ανεπαρκής εκπροσώπηση από τους συνηγόρους υπεράσπισης».
Συχνά μάλιστα ως παράδειγμα προς μίμηση αναφέρεται η περίπτωση του κυβερνήτη της πολιτείας του Ιλινόις, ο οποίος τον Ιανουάριο του 2000 κήρυξε παύση των εκτελέσεων μετά την απαλλαγή του 13ου μελλοθάνατου, που αποδείχθηκε ότι είχε καταδικαστεί άδικα σε αυτήν την πολιτεία από το 1977 και ενώ σε αυτό το διάστημα είχαν θανατωθεί 12 άλλοι κρατούμενοι. Οι τελευταίοι, όπως και ο 27χρονος Βραζιλιάνος που διέμενε μόνιμα και νόμιμα στο Λονδίνο, ποτέ δεν θα μπορέσουν να αποδείξουν την αθωότητά τους…
Όταν το κράτος, όμως, καταφεύγει στην εκτέλεση ανθρώπων, είναι σαν να παραδέχεται ότι ο άνθρωπος δεν είναι δυνατό να αλλάξει και σαν να αναγνωρίζει ότι η ροπή προς το έγκλημα δεν είναι αποτέλεσμα κοινωνικών ανισοτήτων, έλλειψης παιδείας και προσφερόμενων δυνατοτήτων, αλλά εγγεγραμμένη στα γονίδια αυτού που υπέπεσε ακόμη και στο πιο στυγερό έγκλημα, οπότε του αξίζει μόνο η εσχάτη των ποινών. Έτσι συγκαλύπτονται οι ευθύνες που έχει η ίδια η κοινωνία στην εμφάνιση εγκληματικών συμπεριφορών και το σύστημα απονομής δικαιοσύνης μετατρέπεται σε τιμωρό που απέναντι στο έγκλημα αντιτείνει την αρχή «οφθαλμός αντί οφθαλμού».
Η Διεθνής Αμνηστία δεν παραλείπει να εκφράσει την ικανοποίησή της για την πρόοδο που παρατηρείται, καθώς τρεις χώρες τον χρόνο κατά μέσο όρο την τελευταία δεκαετία καταργούν τη θανατική ποινή στη νομοθεσία τους ή επεκτείνουν την κατάργησή της σε όλα ανεξαιρέτως τα εγκλήματα.
Η πρόοδος αυτή, όμως, είναι μόνο εικονική, καθώς η συστράτευση όλο και περισσότερων χωρών στο αμερικανοκίνητο αντιτρομοκρατικό άρμα σηματοδοτεί συνεχείς οπισθοδρομήσεις στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης και στα δημοκρατικά δικαιώματα.
Αρκεί να αναφέρουμε ότι η Αγγλία, που έχει κάθε δικαίωμα να διατάζει τους στρατιώτες της να δολοφονούν Ιρακινούς και τους αστυνομικούς της να «πυροβολούν για να σκοτώνουν» κατ’ επανάληψη αθώους και ανυποψίαστους πολίτες, έχει επισήμως απαγορεύσει τη θανατική καταδίκη. Μάλλον για να την εφαρμόζει κατά βούληση στην πράξη.