Γλυκόπικρος περίπατος στους κήπους της Δημοκρατίας

Για μερικές εκατοντάδες από αυτούς, τους άσημους της αντίστασης κατά της χούντας, ήταν η ονειρική εμπειρία να διαβούν το κατώφλι τού άλλοτε ανακτόρου. Είχαν συρρεύσει πριν από την καθορισμένη ώρα, με το καινούργιο σκούρο κοστούμι, αγορασμένο για τη μεγάλη περίσταση, υποβαστάζοντας τη συμβία, κρατώντας στο χέρι την πολύτιμη πρόσκληση με το χρυσό εθνόσημο και τα γαλάζια γράμματα – τίτλο ζωής που προοριζόταν να πάρει τιμητική θέση στο οικογενειακό λεύκωμα: «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η Κυρία Καρόλου Παπούλια έχουν την ευχαρίστηση να προσκαλέσουν τον κύριο και την κυρία … στη δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο με την ευκαιρία της 31ης επετείου της αποκαταστάσεως της Δημοκρατίας».

Mετά την ευφροσύνη της επίσημης θερμής υποδοχής, η αμηχανία της προσγείωσης στο εξωτικό τοπίο και η αναζήτηση διεξόδου με μια περιήγηση στα αξιοθέατα και την αποθησαύριση εντυπώσεων για αυριανές αφηγήσεις.

Μέχρι τις οκτώμισι, την καθορισμένη ώρα της προσέλευσης. Την ώρα που άναψαν οι κάμερες για την απεικόνιση της άφιξης των επισήμων, των «επωνύμων» της αντίστασης, αυτών που η οποιαδήποτε συγγένεια μαζί της πυροδότησε την εκτόξευσή τους σε αξιώματα, υπουργικούς θώκους, βίλες και κότερα. Και των άλλων, των κλασικών επισήμων παντός καιρού. Koστούμια Αρμάνι, Ρόλεξ, ψηλόλιγνες, ηλιοψημένες, πλατινέ συνοδοί, μόλις αποκολλημένοι από τα εξώφυλλα περιοδικών λάιφστάιλ και από τα τηλεοπτικά παράθυρα, άνετοι και αεράτοι σε ένα περιβάλλον οικείο, με προετοιμασμένες «ατάκες» στα αναμενόμενα πηγαδάκια δημοσιογράφων, δορυφόρων, παρατρεχάμενων.

Αδέξιοι ναυαγοί στην πλήμμυρα της εκτυφλωτικής, αυτάρεσκης κοσμικότητας, οι εξωτικοί κεκλημμένοι της μειοψηφίας των «ανωνύμων» δέχθηκαν σαν σωσίβιο την, πρωτάκουστη στα τριάντα ένα χρόνια των επετείων, ομιλία του νέου Προέδρου να αναφέρεται τιμητικά σε εκείνους «τους αγωνιστές που θυσίασαν την ελευθερία τους, τη σταδιοδρομία τους και τα νιάτα τους, χωρίς να τύχουν αναγνώρισης και προβολής σε δημόσια αξιώματα», να μιλά για το επικίνδυνο φαινόμενο της επιτεινόμενης διάστασης πολιτικής και κοινωνίας και για την επιτακτικήν ανάγκη προτεραιότητας στις κρατικές φροντίδες για την παιδεία. Η ομιλία χειροκροτήθηκε με θερμότητα από αυτούς, με την προσήκουσα ευγένεια από τους άλλους, Πρόεδρος και πρωθυπουργός με τις συζύγους τους αποσύρθηκαν στο εκείθεν της λιμνούλας κατάφωτο στέγαστρο, τα μεγάφωνα ξανάρχισαν να μεταδίδουν «Ωρωπό» και άλλα τραγούδια του Θεοδωράκη, άνοιξαν οι μπουφέδες και ξανάνοιξε το χάσμα ανάμεσα στις τάξεις των προσκεκλημένων.

Από τη μια, η ηχηρή ευθυμία, η φροντισμένη κομψότητα, η εκζήτηση του αυλικού θαυμαστικού περίγυρου, η ναρκισσιστική αυταρέσκεια. Από την άλλη, ζευγάρια ή μονάδες μοναχικές, προχωρημένης ηλικίας, κάτασπρα ή λιγοστά μαλλιά, μάτια διψασμένα για αναγνώριση, ψάχνοντας σε ατέρμονες κύκλους, πίσω από τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά του γήρατος, τον παλιό σύντροφο, φίλο, συμμαθητή, κάποιαν αναγνώριση, έναν συνομιλητή, ένα αγκυροβόλιο. Κάποιοι στάθηκαν τυχεροί, συμπλήρωσαν την ιστορική εμπειρία της βραδιάς με νοσταλγικό κοκτέιλ αναμνήσεων σε μικρές συντροφιές, στα τραπέζια που είχαν τοποθετηθεί στον κήπο για τη δεξίωση. Άλλοι προσέγγιζαν διστακτικά, για να χαιρετίσουν, πρόσωπα που αισθάνονταν πιο οικεία, πλησιέστερα σε αυτούς, εξίσου απόμακρα από το απαστράπτον πλήθος των «επισήμων» -τον Μανώλη Γλέζο, τον Βασίλη Φίλια, τον Χαραλαμπόπουλο. Άλλοι, πάλι, έμειναν μέχρι τέλους μοναχικοί «παρείσακτοι», ψάχνοντας απεγνωσμένα την αναγνώριση και κάποτε χαιρετώντας έναν άγνωστο από λάθος…

Έμειναν τελευταίοι, ενώ η μουσική εσταμάτησε και ακούγονταν μόνο τα μεγάφωνα από τον δρόμο να καλούν το αυτοκίνητο του υπουργού τάδε και του διοικητή δείνα να σπεύσει στην έξοδο του Μεγάρου. Και έφυγαν τελικά, με τη συμβία στο μπράτσο ή μόνοι, να ανεβαίνουν, με αργό κουρασμένο βήμα, τον ανήφορο προς την Κηφισίας για τη στάση του λεωφορείου και την επιστροφή στη κοιτίδα της ανωνυμίας τους…

Ανάμεσα στους τελευταίους και κάποιοι δημοσιογράφοι, πολιές επιβιώσεις μιας άλλης εποχής της δημοσιογραφίας, παλιοί οικείοι αυτού του χώρου από ημέρες δράματος στην ιστορία του τόπου, οδεύοντας προς την πύλη επί της Βασιλέως Γεωργίου, περνώντας μπροστά από το ισόγειο κτίσμα απέναντι από την πίσω είσοδο του άλλοτε ανακτόρου, που τότε στέγαζε την αστυνομική φρουρά, σταματούσαν και γύριζαν σαράντα χρόνια πίσω, στη κρίση του ’65, στην απαρχή του κατήφορου προς τη δικτατορία. Θυμούνταν την ατέλειωτη ορθοστασία και αγωνιώδη αναμονή στη διάρκεια των Συμβουλίων του Στέμματος, την αλληλουχία των αυτοκινήτων με τους αρχηγούς των κομμάτων που περνούσαν την πύλη, το σκυθρωπό πρόσωπο του Γεωργίου Παπανδρέου κατά την έξοδο, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο -αλλοκαιρινούς πολιτικούς, με λάθη και αδυναμίες, αλλά αναμφισβήτητο πατριωτισμό και ανώτερους χρημάτων- τον Ιωάννη Πασσαλίδη, πρόεδρο της ΕΔΑ, συμπυκνωμένη σοφία κάτω από λευκότριχο καταρράκτη, πίσω από μια άσβηστη πίπα, τον οποίο ιδιαίτερα σεβόταν ο Κωνσταντίνος και του οποίου τις σοφές εισηγήσεις και συμβουλές δεν άκουγαν οι νεότεροι…

Θυμούνταν ακόμη με πικρή νοσταλγία τα νεανικά οράματα για Δημοκρατία και Ευρώπη, στα οποία θυσίασαν και τη ζωή τους άνδρες πολύτιμοι για τον τόπο, όπως ο Νικηφόρος Μανδηλαράς, και άλλοι τα νιάτα και την καριέρα τους σε έναν επώδυνο επτάχρονο αγώνα κατά της ξενόθρεφτης χούντας, χωρίς υστερόβουλους υπολογισμούς. Σκέφτονταν και έβγαιναν σκυφτοί από την οικεία τους πύλη τού άλλοτε βασιλικού ανακτόρου, με ενδόμυχο σαρκασμό για τις προβλεπόμενες καθιερωμένες δηλώσεις της επετείου για την «εδραίωση και την ισχύ της Δημοκρατίας μας». Μιας «Δημοκρατίας» που διάβαζαν εντός εισαγωγικών, δημοκρατίας εικονικής, ψευδώνυμο μιας ολιγαρχίας μερικών διαπλεκομένων οικογενειών νεοπλούτων, καναλαρχών, πολιτικών τζακιών, υπό την εποπτεία του «ξένου παράγοντα», κατά τον παλιομοδίτικο ευφημιστικό ορισμό, συντελεστών και προεξεχόντων μιας περιόδου πολλαπλής και θανάσιμης εθνικής παρακμής.

Μικρή παρηγορία ότι στη φετινή δεξίωση για την επέτειο δεν προσκλήθηκαν οι αξιότιμοι κύριοι Μπονάνος και Αραπάκης.


Σχολιάστε εδώ