Η νέα ΚΑΠ καινούργιο «ΚΑΠέλο» για την ελληνική οικονομία

Σημαντικές οι αλλαγές της νέας ΚΑΠ, με σοβαρές, ορατές και αόρατες, επιπτώσεις στον παραγωγικό ιστό της χώρας μας, κυρίως στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής, αλλά και στο κύκλωμα της διαμόρφωσης των τιμών τελικού καταναλωτή στα αγαθά διατροφής. Οι αλλαγές είναι το αποτέλεσμα της τάσης για μείωση των επιδοτήσεων στον γεωργικό τομέα και της προσπάθειας της νέας νεοφιλελεύθερης Κομισιόν του Μπαρόζο, η οποία με τη συμμαχία και την προτροπή των πλούσιων βιομηχανικών κρατών-μελών της

ΕΕ επιδιώκει τη συμπίεση των δαπανών που απαιτεί η εφαρμογή της (σημερινής) ΚΑΠ, κύρια επιδίωξη της οποίας από την αρχή της ίδρυσης της ΕΟΚ ήταν η στήριξη του γεωργικού εισοδήματος.
Η πρώτη και κύρια πολύ σημαντική αλλαγή, στην παρουσίαση της οποίας θα επιμείνουμε στο σημερινό μας άρθρο, είναι η αποδέσμευση των οικονομικών ενισχύσεων (επιδοτήσεων) από το είδος και το ύψος της παραγωγής. Η αποδέσμευση αυτή θα εφαρμοστεί με δύο μορφές. Με τη μορφή της πλήρους αποδέσμευσης που θα εφαρμόζεται στα περισσότερα γεωργικά προϊόντα και εκείνη της μερικής αποδέσμευσης που θα ισχύσει προαιρετικά για ορισμένα προϊόντα (κυρίως για την παραγωγή βάμβακος, δημητριακών και κρεάτων). Ας δούμε πώς θα λειτουργούν τα νέα αυτά συστήματα γεωργικών επιδοτήσεων.

Στο σύστημα πλήρους αποδέσμευσης οι αγρότες θα λαμβάνουν την οικονομική ενίσχυση μόνο με το όργωμα και τη σπορά ή την εκτροφή των ζώων, εφόσον δεν προτιμήσουν την υπαγωγή της κρεατοπαραγωγής τους στο σύστημα της μερικής αποδέσμευσης. Δηλαδή η ενίσχυση θα δίδεται με κριτήριο την απασχόλησή τους στη γεωργία και ανεξάρτητα από το είδος και το ύψος της παραγωγής τους. Έτσι και αγρότες με μηδενική παραγωγή θα παίρνουν επιδότηση. Και η ενίσχυση αυτή θα υπολογίζεται με βάση όσα είχε εισπράξει ο συγκεκριμένος αγρότης κατά την τριετία 2000-2002 και ο μέσος ετήσιος όρος αυτών των εισπράξεων θα είναι η ετήσια ενίσχυσή του και ανεξάρτητα αν συνεχίζει την ίδια παραγωγή ή έχει αλλάξει καλλιέργειες. Έτσι ο αγρότης αποκτά ένα σταθερό εισόδημα, αλλά στα προ πενταετίας επίπεδα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός και φυσικά χωρίς τις δεσμεύσεις των πλαφόν και τους σχετικούς ελέγχους. Και μπορεί να διαθέτει ελεύθερα την όποια παραγωγή του στις τιμές που διαμορφώνονται στην αγορά (εγχώρια ή διεθνή).

Στο σύστημα της μερικής αποδέσμευσης θα υπάρχει η σύνδεση της κοινοτικής επιδότησης (ενίσχυσης) κατά ένα ποσοστό που θα καθοριστεί μελλοντικά κατά είδος. Δηλαδή εάν υποθέσουμε ότι έχουμε μερική αποδέσμευση κατά 35%, αυτό σημαίνει ότι ο επιδοτούμενος αγρότης θα λαμβάνει το 65% της επιδότησής του σύμφωνα με τους κανόνες υπολογισμού της πλήρους αποδέσμευσης (π.χ. μέσος όρος τριετίας 2000-2002: 1.000 ευρώ Χ 65%=650 ευρώ) και το υπόλοιπο 35% θα είναι κυμαινόμενο και ανάλογα με τα στρέμματα που καλλιέργησε και όχι ανάλογα με την παραχθείσα ποσότητα.

Αν υποθέσουμε ότι ο παραπάνω αγρότης, που δικαιούται 650 ευρώ, έχει καλλιεργήσει τρία στρέμματα και έχει καθοριστεί π.χ. 30 ευρώ επιδότηση ανά στρέμμα, θα δικαιούται και άλλα 3Χ30=90 ευρώ. Άρα συνολική επιδότηση 650+90=740 ευρώ. Έτσι εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι το σύστημα μερικής αποδέσμευσης συμφέρει μόνο όταν οι καλλιέργειες γίνονται σε πολύ μεγάλες εκτάσεις. Η Ελλάδα προτίμησε την εφαρμογή του συστήματος μερικής αποδέσμευσης για την παραγωγή βάμβακος και με ποσοστό αποδέσμευσης 35%. Έτσι αποφεύγονται πλέον τα πλαφόν και οι έλεγχοι παραγωγής. Οι αγρότες μας που καλλιεργούν βαμβάκι θα εισπράττουν το 65% της επιδότησης πλήρους αποδέσμευσης και τη στρεμματική επιδότηση που θα καθοριστεί. Οι μεγάλοι καλλιεργητές θα εισπράττουν και μεγαλύτερη στρεμματική επιδότηση και ίσως τους συμφέρει το σύστημα της μερικής αποδέσμευσης.

Το σύστημα της πλήρους ή μερικής αποδέσμευσης θα επανεξετασθεί κατά την αξιολόγηση της (νέας) ΚΑΠ που θα γίνει το 2009. Έτσι έμμεσα προειδοποιούνται οι κοινοτικοί αγρότες για τον μεταβατικό χαρακτήρα του συστήματος που θα ισχύσει για τέσσερα μόνο χρόνια (2006-2009). Και φυσικά τίποτε δεν αποκλείει την επί το δυσμενέστερο τροποποίησή του, καθώς ο κοινοτικός προϋπολογισμός δεινοπαθεί από πολλές άλλες αιτίες, αλλά και από τις αναμφισβήτητα υψηλές δαπάνες εφαρμογής της ΚΑΠ, ιδιαίτερα μετά τη μαζική διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και το ερώτημα είναι: Μήπως η ΕΕ με το σύστημα της αποδέσμευσης «χρυσώνει το χάπι» στους αγρότες για να καταλήξουμε τελικά στην πλήρη κατάργηση των εισοδηματικών ενισχύσεων; Το 2009 σηματοδοτεί νέες εξελίξεις στην ΚΑΠ και τότε θα μπορέσουμε να διαγνώσουμε πού βαδίζει η κοινοτική γεωργική οικονομία και φυσικά και η ελληνική.

Οι εισηγητές της νέας ΚΑΠ προβάλλουν βάσιμα το επιχείρημα ότι με το σύστημα της αποδέσμευσης ο κοινοτικός αγρότης αποκτά πλήρη ελευθερία να επιλέγει το είδος και την ποσότητα της παραγωγής του και να την προσαρμόζει στις ανάγκες της αγοράς, καθώς η κοινοτική επιδότηση γίνεται πλέον ανεξάρτητη από το είδος και την ποσότητα της παραγωγής. Έτσι, όμως, η προστατευόμενη από όλα τα κράτη γεωργική οικονομία εγκαταλείπεται από την ΕΕ και μπαίνει στο κύκλωμα της νεοφιλελεύθερης ανταγωνιστικής οικονομίας. Πόσο άραγε μπορεί να αντέξει η κοινοτική γεωργία τον οξύτατο διεθνή ανταγωνισμό, όταν οι ΗΠΑ και όλα σχεδόν τα κράτη ασκούν προστατευτική πολιτική στον γεωργικό τους τομέα; Εν πάση περιπτώσει η αποδέσμευση θα έχει άμεση επίπτωση στον όγκο της (σημερινής) προσφοράς γεωργικών πρώτων υλών στις μεταποιητικές επιχειρήσεις και στο ύψος των τιμών, καθώς θα παρατηρηθεί διαφοροποίηση της σημερινής παραγωγής. Με το δεδομένο αυτό δεν αποκλείεται οι μεταποιητικές επιχειρήσεις να λύσουν το πρόβλημα της αύξησης των τιμών των γεωργικών πρώτων υλών ή της εμφάνισης τυχόν μειωμένης προσφοράς με αθρόες εισαγωγές από χώρες με φθηνότερες τιμές ή να εγκατασταθούν σε χώρες όπου μπορούν να βρουν φθηνές πρώτες ύλες. Με τον τρόπο αυτόν μεταβάλλεται η σημερινή ισορροπία του παραγωγικού ιστού της χώρας, ο οποίος καλείται πλέον να ισορροπήσει σε άλλο σημείο, ευνοϊκότερο ή δυσμενέστερο.

Το πρόβλημα για την ελληνική οικονομία εντοπίζεται -κυρίως και όχι βέβαια αποκλειστικά- στην παραγωγή και μεταποίηση καπνού και βάμβακος όπου υπολογίζεται ότι θα υπάρξουν μεταβολές και το πιθανότερο είναι να παρατηρηθεί μείωση της παραγωγής. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία στον τομέα της μεταποίησης καπνού (παραγωγή καπνικών προϊόντων), σήμερα δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα 33 επιχειρήσεις, με ουσιώδη ή επουσιώδη μεταποίηση και με έντονη εξωστρέφεια. Το 52% περίπου του συνολικού τζίρου τους οφείλεται σε εξαγωγές. Η εξωστρέφεια του κλάδου αυτού είναι από τις υψηλότερες. Παράλληλα, στην καλλιέργεια και παραγωγή καπνού υπολογίζεται ότι μόνο το 10% των σημερινών γεωργικών εκμεταλλεύσεων θα συνεχίσουν να ασχολούνται με την παραγωγή καπνού, όταν θα εφαρμοστεί το σύστημα της πλήρους αποδέσμευσης. Το 90% των σημερινών εκμεταλλεύσεων δεν παρουσιάζουν βιωσιμότητα μέσα στο νέο περιβάλλον που δημιουργείται με τις αλλαγές της ΚΑΠ, όπως σημειώνει σχετική έρευνα του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον τομέα του καπνού, όπου το ελληνικό ενδιαφέρον είναι έντονο λόγω κυρίως της εξωστρέφειας, σύντομα θα υπάρξουν ευρείας έκτασης αλλαγές που θα μεταβάλουν την όλη δομή και τη δραστηριότητά του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία μας. Σαφώς προβλέπεται δραστική μείωση της παραγωγής καπνού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εξωστρέφεια του κλάδου, για το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας μας και για τον τομέα της απασχόλησης. Βέβαια οι αγρότες μέχρι το 2009 θα εισπράττουν την επιδότηση, όμως η παραγωγή ενός δυναμικού γεωργικού προϊόντος θα έχει υποστεί καθίζηση σε μόνιμη βάση πολύ πέραν του 2009. Και από τη χρονιά αυτή η ανεργία στην ελληνική επαρχία θα φουντώσει.

Στον τομέα της παραγωγής βάμβακος θα ισχύσει, όπως είπαμε, το σύστημα της μερικής αποδέσμευσης. Εδώ θα υπάρχει η σύνδεση της παρεχόμενης ενίσχυσης με την παραγωγή κατά ποσοστό 35%. Όμως η συνδεδεμένη με την παραγωγή επιδότηση θα είναι στρεμματική και όχι συνδεδεμένη με την παραγόμενη ποσότητα βάμβακος. Και εδώ η εκτίμηση είναι ότι θα υπάρξει μείωση της παραγωγής και αύξηση της τιμής του συγκεκριμένου προϊόντος.

Αυτό θα έχει επιπτώσεις στις επιχειρήσεις παραγωγής ενδυμάτων και οι 643 επιχειρήσεις του κλάδου, που παρουσιάζουν εξωστρέφεια (30,5% του τζίρου τους οφείλεται στις εξαγωγές), θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα, παρόμοια με αυτά των καπνικών επιχειρήσεων. Και τελικά η ελληνική οικονομία θα έχει προβλήματα μείωσης της απασχόλησης (αύξηση της ανεργίας) και συρρίκνωσης των εξαγωγών του κλάδου, ο οποίος πλήττεται και από την «επέλαση» των κινεζικών κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων.

Σοβαρές επιπτώσεις θα υπάρξουν και για τους καταναλωτές νωπών και μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων. Η ευελιξία που θα αποκτήσουν οι αγρότες στη ρύθμιση της παραγωγής τους ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς θα φέρει ανακατατάξεις στις προσφερόμενες ποσότητες και στις τιμές των τροφίμων γενικά. Εάν η ευελιξία αυτή οδηγήσει γενικά στη μείωση της παραγωγής γεωργικών και μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων, τότε οι καταναλωτές θα αντιμετωπίσουν νέο κύμα αύξησης του γενικού επιπέδου τιμών (ακρίβειας) και οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί θα δεινοπαθήσουν.

Γενικά η ΚΑΠ με τη νέα της μορφή θα προκαλέσει ανακατανομή της παραγωγής γεωργικών προϊόντων και μάλιστα προς την κατεύθυνση της δραστικής μείωσής της. Και οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών πιστεύουν ότι όταν υπάρξει σημαντική μείωση της γεωργικής παραγωγής, οι επιδοτήσεις της ΚΑΠ θα είναι πλέον περιττές και εύκολα θα μπορούν να καταργηθούν με περιορισμένες αντιδράσεις. Βαδίζουμε σε μια νέα ισορροπία της ελληνικής οικονομίας. Ας προπαρασκευαστούμε εγκαίρως για να μην εμφανιστούμε για άλλη μια φορά σαν τις «μωρές παρθένες».


Σχολιάστε εδώ