Η Ελλάδα πρέπει να τρέξει…
» Όσο πιο γρήγορα περάσουμε στη νέα εποχή -όχι τη νέα τάξη επιβολής και εκμετάλλευσης, αλλά τη νέα αντίληψη για μια πιο συμμετοχική θεώρηση του κόσμου- τόσο μεγαλύτερο θα είναι το όφελος για όλους. Σήμερα οι οικονομικές ανισότητες μεγεθύνονται επικίνδυνα, ο πληθυσμός αυξάνεται απειλητικά, η φτώχεια, η πείνα και οι μεταδοτικές αρρώστιες αποτελούν παγκόσμιες απειλές, ενώ οι εθνικοί και υπερεθνικοί ανταγωνισμοί εντείνονται, με νέες υπερδυνάμεις να ανέρχονται, όπως η Κίνα και η Ινδία. Ανάμεσα σε αυτές η Ευρώπη -παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει για την ολοκλήρωση του οράματός της- εξακολουθεί να αποτελεί μια παγκόσμια δύναμη, μια οντότητα οικονομικής και νομισματικής ένωσης αλλά και πολιτικής συνεργασίας, που παράγει πολιτισμό προόδου, ειρήνης και δημοκρατίας. Μέσα σε αυτήν τη συνεχώς μετεξελισσόμενη πραγματικότητα, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να προσδιορίσει τον ρόλο και τις προοπτικές της νέας πορείας της. Η Ελλάδα πρέπει να τρέξει, γιατί ήδη έχει χάσει μεγάλες ευκαιρίες που δεν αξιοποιήθηκαν όπως θα έπρεπε. Πρέπει να δράσει με αποφασιστικότητα, έγκαιρα και στρατηγικά, ώστε να καθορίσει το πρότυπο της νέας ελληνικής διακυβέρνησης για τη δημιουργική και αποδοτική συμμετοχή της στο μακρύ ταξίδι του 21ου αιώνα. Ένα ταξίδι σ’ έναν νέο ωκεανό, μέσα στον οποίο πολλά σκάφη ισχυρά και ταχύπλοα έχουν προχωρήσει πολύ…».
Με αυτές τις προεισαγωγικές σκέψεις της, άρχισε η ενδιαφέρουσα συζήτησή μας με την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών και τέως πρόεδρο του Οικονομικού Τμήματός του, κυρία Λούκα Κατσέλη.
Μια συζήτηση με μια ιδιαίτερα δραστήρια και υπεύθυνη γυναίκα στον σημερινό κόσμο μας. Της οποίας ο χρόνος ήταν πάντα «γεμάτος». Σε μικρή ηλικία ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο φημισμένο Πανεπιστήμιο Princeton, ενώ η διδακτορική της διατριβή δημοσιεύθηκε ως εξέχουσα διατριβή στην οικονομική επιστήμη. Διέκοψε μια λαμπρή καριέρα στην Αμερική, αρχικά ως επίκουρος και έπειτα ως αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Yale, για να «στρατευτεί» στο όραμα της Αλλαγής και να επιστρέψει στην Ελλάδα αρχικά ως διευθύντρια του ΚΕΠΕ και αργότερα ως οικονομική σύμβουλος του πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου. Όλο αυτό το διάστημα κεντρικό ρόλο στη ζωή της παίζει η οικογένειά της: παντρεμένη με τον πολιτικό Γεράσιμο Αρσένη, μεγαλώνουν από κοινού την κόρη τους Αμαλία, σήμερα 15 ετών, και περιβάλλουν με την αγάπη τους τα άλλα τρία παιδιά τους, τον Διονύση, τον Ανδρέα και τον Δημήτρη. Η πίεση χρόνου για τη Λούκα Κατσέλη οξύνθηκε από τη χρονιά (2003) που ανέλαβε τη διεύθυνση του Κέντρου Ανάπτυξης του Οργανισμού Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ) που εδρεύει στο Παρίσι. Το Κέντρο ιδρύθηκε από τα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ μετά από πρόταση του αμερικανού Προέδρου Τζον Κένεντι το 1962, για να βοηθήσει στην ανάπτυξη των χωρών του Τρίτου Κόσμου. Από τότε, στελεχωμένο από εξαιρετικούς επιστήμονες, έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση θέσεων για την ανάπτυξη, και έχει συμβάλει στον διεθνή διάλογο πάνω σε επιλογές πολιτικής, υποστηρίζοντας αποτελεσματικά μεταρρυθμιστικές προσπάθειες.
Ξεπερνώντας λοιπόν την έλλειψη χρόνου, η Λούκα Κατσέλη ξέκλεψε ένα γεμάτο δίωρο για μια συνάντηση στο σπίτι της, στην Τσακάλωφ. Ήταν όπως πάντα κεφάτη, αλλά και ιδιαίτερα προβληματισμένη.
Πρόσφερε, φτιαγμένο από την ίδια, έναν δροσιστικό καφέ. Θυμηθήκαμε μεγάλες στιγμές του ελληνικού θεάτρου, με τη μητέρα της, την αξέχαστη Αλέκα Κατσέλη, και τον πατέρα της, Πέλο, να πρωταγωνιστούν. Επίσης θυμηθήκαμε αγώνες για την ειρήνη, τους οποίους τώρα η ίδια συνεχίζει, από τον ΟΟΣΑ, σχεδιάζοντας πρωτοποριακά αναπτυξιακά προγράμματα ειρήνης και προόδου. Η συζήτηση συνεχίστηκε για το σήμερα και το αύριο του περίπλοκου κόσμου μας, για τον νέο πολιτισμό που ανατέλλει. Μας απαντούσε με αμεσότητα, καθαρότητα, αποφασιστικότητα και ευθύνη. Πρώτα τη ρωτούμε για το ευρώ, τη σημασία της καθιέρωσής του και τις προοπτικές του σήμερα και αύριο. Μας απαντά:
– «Μετά την ευρωπαϊκή νομισματική κρίση του 1991-1992, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προχώρησαν γρήγορα στη δημιουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης της Ευρώπης (ONΕ) με την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ. Μετά από μια δύσκολη πορεία, οι 11 από τις 15 χώρες της τότε Ε.Ε. (η Δανία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετείχαν), ολοκλήρωσαν τη νομισματική ένωση και το 2000 το ευρώ έγινε το κοινό νόμισμα της Ευρώπης. Δύο χρόνια αργότερα η Ελλάδα έγινε το δωδέκατο μέλος της ευρωζώνης.
»Τώρα, παρά την κρίση που δημιουργήθηκε από τα απορριπτικά δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας για το Ευρωσύνταγμα και τη συνεχιζόμενη αδυναμία των κρατών-μελών να συμφωνήσουν σ’ έναν κοινό ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα παραμένει ισχυρό για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη και πρόοδο, η οποία όμως θα πρέπει να συμβαδίσει με μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στις καθοριστικές αποφάσεις για το μέλλον της. Η Ευρώπη βρίσκεται σ’ ένα σταυροδρόμι. Υπάρχει μια διάχυτη αναστάτωση και αμφισβήτηση στη βάση των λαών της για τις οικονομικές προοπτικές και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Μόνο όμως η Ευρώπη μπορεί να εγγυηθεί στους πολίτες της ένα καλύτερο μέλλον μέσα στον αδυσώπητο διεθνή ανταγωνισμό. Η πρόκληση μπροστά μας είναι να σφυρηλατηθεί ένα δημοκρατικό, ευέλικτο, ανταγωνιστικό, αλλά και κοινωνικά δίκαιο ευρωπαϊκό σύστημα διακυβέρνησης.»
Το Κέντρο του ΟΟΣΑ που διευθύνετε, πώς ασκεί τον ρόλο του;
– Το Κέντρο φέρνει πιο κοντά τις 30 ανεπτυγμένες χώρες που συγκροτούν τον ΟΟΣΑ και τις αναπτυσσόμενες χώρες, μερικές από τις οποίες είναι και μέλη του. Το Κέντρο ερευνά συγκριτικά τις οικονομικές, κοινωνικές και αναπτυξιακές συνθήκες που επικρατούν στην Αφρική, στην Ασία, στη Λατινική Αμερική και τις πολιτικές που ακολουθούν οι διάφορες χώρες. Αξιολογούμε τις μεταρρυθμιστικές εμπειρίες των χωρών και τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν για την ανάπτυξη και την καταπολέμηση της φτώχειας. Αναδεικνύουμε τις επιτυχίες και αναλύουμε τις αποτυχίες, υποβάλλοντας τα πορίσματα της αξιολόγησης στην κρίση των εταίρων μας. Το πρόγραμμα του Κέντρου σήμερα στρέφεται γύρω από τρεις μεγάλες ενότητες πολιτικών που αφορούν στην αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης, στην εξασφάλιση χρηματοδοτικών πόρων και στη βελτίωση της ποιότητας διακυβέρνησης.Πώς επιλεγήκατε σε αυτήν την πολύ μεγάλης σημασίας θέση;
– Με επιλέξανε με απόλυτα ανταγωνιστικά κριτήρια ανάμεσα σε 100 (άνδρες και γυναίκες) συνυποψηφίους μου. Η πρώτη θητεία μου για το 2003-2005 ανανεώθηκε πρόσφατα για μια δεύτερη διετία 2005-2007.
Θα βοηθήσουν πραγματικά οι πλούσιες χώρες τις φτωχές για μια σωστή ανάπτυξη;
– Δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Στη νέα χιλιετία, μέσα στους λαβύρινθους της οποίας πορευόμαστε, η αναπτυξιακή συνεργασία αποτελεί μονόδρομο. Άλλωστε, η πρωτοβουλία των οκτώ πιο αναπτυγμένων χωρών του πλανήτη μας (G8) για εξάλειψη των χρεών στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες του Τρίτου Κόσμου δείχνει την ανάγκη για μια πιο αποτελεσμαική αντιμετώπιση των μεγάλων αδιεξόδων της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης και σκληρής πραγματικότητας. Η πρόσφατη απόφαση εντάσσεται στο πλαίσιο ενός φιλόδοξου προγράμματος δράσεων για την καταπολέμηση της φτώχειας. Το πρόγραμμα αυτό, που θεσπίστηκε το 2000, εδράζεται γύρω από οκτώ επιμέρους στόχους, που έγιναν γνωστοί ως οι Αναπτυξιακοί Στόχοι της Χιλιετίας, και αφορά στην κάλυψη βασικών αναγκών του πληθυσμού της γης, ιδιαίτερα στους τομείς της εκπαίδευσης και υγείας. Δύο χρόνια αργότερα, με τη Συμφωνία του Μοντερέι, συμφωνήθηκε επίσης το χρηματοδοτικό πλαίσιο που μπορεί να υποστηρίξει το κοινό πρόγραμμα δράσης. Οι πλούσιες χώρες, επομένως, έχουν αναλάβει συγκεκριμένες ευθύνες στο πλαίσιο μιας εταιρικής σχέσης που οι ίδιες προώθησαν τόσο για οικονομικούς όσο και για πολιτικούς λόγους. Η πρόκληση μπροστά μας είναι οι εξαγγελίες να υλοποιηθούν αποτελεσματικά από όλα τα κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Η καθηγήτρια Λούκα Κατσέλη ήδη από το 1980 είχε διατελέσει σύμβουλος πολλών αναπτυσσόμενων χωρών στη Νοτιοανατολική Ασία. Σήμερα στο Κέντρο Ανάπτυξης συντονίζει μεταξύ άλλων την έρευνα γύρω από τις επιπτώσεις της ραγδαία αναπτυσσόμενης Ινδίας και ιδιαίτερα της Κίνας στις οικονομίες άλλων χωρών.
Πώς κρίνετε την παγκόσμια εμπορική εξάπλωση της Κίνας σήμερα, που θα συνεχιστεί ίσως και αύριο πιο επιθετικά;
– Είναι μια αναπότρεπτη πραγματικότητα. Είναι μια παγκόσμια πρόκληση. Η Κίνα του 1 δισ. 300 εκατομμυρίων κατοίκων εξορμά δυναμικά να αυξήσει το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά. Η μεγάλη αυτή εμπορική επίθεση δημιουργεί μια νέα κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία, τόσο σε μακρο-οικονομικό όσο και σε μικρο-οικονομικό επίπεδο. Παρά τους κινδύνους και τις προκλήσεις, χώρες όπως η Ελλάδα μπορούν να αξιοποιήσουν αυτήν τη θύελλα με πολλούς τρόπους. Ήδη π.χ. η ελληνική υπερπόντια ναυτιλία έχει ωφεληθεί. Η αυξανόμενη ζήτηση για μεταφορά πρώτων υλών και εμπορευμάτων, προς και από την Κίνα, έχει ωφελήσει τον ελληνικό εμπορικό στόλο. Όμως υπάρχουν περιθώρια για δυναμικές συνεργασίες και σε άλλους τομείς, όπως π.χ. στο εμπόριο, στον τουρισμό.
Ζητούμε από μια πρωτοπόρο της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης και διεθνούς πρωτοποριακής δράσης έναν επίλογο για το ελληνικό μέλλον. Μας απαντά:
«Η Ελλάδα, παρά τις ευκαιρίες που έχει χάσει και παρά τον πολύτιμο χρόνο που έχει σπαταληθεί, έχει τις δυνατότητες σήμερα να επαναπροσδιορίσει το μέλλον της και να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο μέσα στην Ευρώπη. Μπορεί δε να ισχυροποιήσει τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής, της Μεσογείου, των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και ολόκληρης της παραευξείνιας περιοχής. Τομείς όπως η εκπαίδευση, η κατάρτιση, η υγεία, ο τουρισμός και οι σύγχρονες υπηρεσίες, αλλά πάνω απ’ όλα ο πολιτισμός μπορούν να προωθηθούν ως βασικοί άξονες περιφερειακής ανάπτυξης, ώστε η Ελλάδα να καταστεί ένα σύγχρονο εμπορικό, οικονομικό, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό κέντρο για την ευρύτερη περιοχή. Όλα αυτά μπορούν να γίνουν υπό την προϋπόθεση ότι θα καταφέρουμε να συμφωνήσουμε μεταξύ μας και να προωθήσουμε από κοινού ένα νέο στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης και ένα πρότυπο διακυβέρνησης που θα είναι πιο αποτελεσματικό, πιο ευέλικτο και πιο φιλικό στον πολίτη. »