Το 53% δεν πιστεύει ότι θα πάρει σύνταξη!
Είναι τραγικό ότι ένα σχεδόν 53% των εργαζομένων δεν πιστεύει ότι θα πάρει έστω σύνταξη μετά από 35 χρόνια δουλειάς, με όσα ακούει, διαβάζει και παρακολουθεί ως εξαγγελίες κυβερνητικές ή άλλες. Οι αναλυτές έντρομοι, αλλά και με μεγάλο ενδιαφέρον σημειώνουν ότι για πρώτη φορά -τουλάχιστον στη μεταπολίτευση- καταγράφεται τρομακτική ανασφάλεια σε όλους τους εργαζομένους και ασφαλώς αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη της η κυβέρνηση. Και το χειρότερο που διαπιστώνεται από αυτήν την έρευνα είναι ότι δεν καταγράφεται καμιά πηγή αισιοδοξίας ή ελπίδας και οι εργαζόμενοι δείχνουν να είναι απελπισμένοι από τις προοπτικές που τους παρουσιάζουν το πολιτικό μας σύστημα και οι κυβερνώντες. Υπάρχουν όμως και χειρότερα. Όταν θέσαμε υπόψη οικονομικών υπουργών τα ευρήματα αυτής της έρευνας, έκπληκτοι ακούσαμε τον προβληματισμό τους: «Μακάρι να ήταν μόνο το Ασφαλιστικό ή ακόμη και η εθελουσία έξοδος των εργαζομένων από τον ΟΤΕ τα μεγάλα μας προβλήματα. Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι η πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Όλα παίζονται εκεί. Τι θα γίνει με το έλλειμμα». Όπως μας εξήγησαν, μπορεί στο σκέλος των δαπανών να υπάρχει μια επιτυχία, αφού κάπως έχουν συγκρατηθεί και έχουν περιορισθεί οι αλόγιστες σπατάλες, αλλά στο σκέλος των εσόδων και της εισροής των κοινοτικών πόρων τα μαντάτα είναι μαύρα. «Εκεί είναι ο μεγάλος βραχνάς μας», όπως μας τόνισε κορυφαίος υπουργός.
Η κυβέρνηση περιμένει 4 δισ. ευρώ από την ΕΕ, αλλά αυτή τη στιγμή και αυτά είναι αμφίβολα. «Αν δεν πείσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση να δώσει παράταση στο χρόνο μείωσης του ελλείμματος, τότε θα πρέπει να πάρουμε επώδυνα μέτρα από το φθινόπωρο. Ίσως η Βρετανία μάς βοηθήσει, αφού το θέλουν και άλλοι, πιο ισχυροί, στο παζάρι που γίνεται. Για να πέσουμε στο 3% σε περίπου έναν χρόνο από τώρα, μάλλον είναι απλώς όνειρο θερινός νυκτός…».
Ο «εκτροχιασμός» του προϋπολογισμού καταγράφεται και στα στοιχεία που έστειλε ο γενικός γραμματέας της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Μ. Κοντοπυράκης στην Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία. Σύμφωνα με αυτά, το έλλειμμα του 2004 διαμορφώθηκε στο πρωτοφανές επίπεδο του 6,7% του ΑΕΠ, από 6,1% που είχε ανακοινωθεί αρχικά, θέτοντας έτσι εκτός πραγματικότητας τον κυβερνητικό στόχο να περιοριστεί φέτος στο 3,5%.
Ήδη το πεντάμηνο Ιανουαρίου-Μαΐου το δημόσιο ταμείο είναι ήδη «μείον» κατά 1,1 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού του 2005 αναμένεται να διαμορφωθεί σε ποσοστά πολύ υψηλότερα από τα αντίστοιχα του επιδιωκόμενου στόχου, κοντά στο 5% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να απαιτείται μεγάλη επιπρόσθετη προσπάθεια -ήτοι μέτρα- για να περιοριστεί κάτω από το 3% του ΑΕΠ μέσα στο 2006, όπως έχει δεσμευθεί η κυβέρνηση.
Επομένως εάν δεν εισρεύσουν από την ΕΕ έσοδα περίπου 4 δισ. ευρώ, τότε θα πρέπει η κυβέρνηση να πάρει… μέτρα. Ποια θα είναι αυτά, κανείς αυτήν την ώρα δεν μπορεί να γνωρίζει, γιατί «αυτά, αν χρειαστεί, θα τα αποφασίσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός», όπως μας είπε οικονομικός υπουργός.
Πάντως, στην κυβέρνηση επιρρίπτουν μεγάλη ευθύνη και σε όσους είχαν τη φαεινή ιδέα να διαλύσουν τους φοροεισπρακτικούς ή και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς όπως το ΣΔΟΕ, η νέα μορφή και η στελέχωση του οποίου είναι υπό διαμόρφωση (το κωμικοτραγικό είναι -για να αντιληφθούμε σε τι ανυποληψία και χάλια έχουν περιπέσει οι ελεγκτικοί μηχανισμοί- ότι και το πλοίο που είχε το ΣΔΟΕ και έκανε ξαφνικές εμφανίσεις για ελέγχους αποσύρθηκε και δόθηκε στο Λιμενικό, γιατί αποδείχθηκε… φιάσκο και… τρόμαζε τους καλούς φοροκλέπτες)!
Λύση η διασταύρωση
«Όλα θα εξαρτηθούν από τη μηχανοργάνωσή μας», τόνιζε στο «Π» άλλο έμπειρο κυβερνητικό στέλεχος του οικονομικού επιτελείου. Και συμπλήρωνε: «Οι προϋποθέσεις υπάρχουν, αρκεί να υπάρξει και το σύστημα και τότε κανείς δεν θα ξεφεύγει και τα έσοδα του κράτους θα ανταποκρίνονται στην πρόβλεψη του προϋπολογισμού…». Το δυστύχημα και εδώ είναι ότι για να λειτουργήσει το μηχανογραφικό σύστημα της διασταύρωσης των στοιχείων χρειάζεται -αν όλα πάνε καλά- κάπου τρία χρόνια!.. Και μέχρι τότε…
Ανησυχίες Γκαργκάνα
Αίσθηση προκάλεσε και η αρχικά «off the record» φιλική συζήτηση σε γεύμα εργασίας με μία ομάδα δημοσιογράφων του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Ν. Γκαργκάνα, αφού τελικά την επομένη αποδόθηκαν όσα είπε. Τι είπε; Ότι «τώρα ξυπνάει η ελληνική κοινωνία για το Ασφαλιστικό», αφού «είναι μια βόμβα που πρέπει να την αφοπλίσουμε».
Συμφώνησε με την πρωτοβουλία της κυβέρνησης να αρχίσει ο διάλογος -διαπιστώνοντας ότι ούτε το ΠΑΣΟΚ διαφωνεί με την έναρξή της συζήτησης- και είπε ότι κατά τη γνώμη του οι αλλαγές του συστήματος θα πρέπει να αρχίσουν από τα όρια ηλικίας, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι δεν προτείνει την αύξησή τους πάνω από τα 65 έτη, αλλά την εξομοίωσή τους.
Όπως είναι γνωστό, είπε, οι έλληνες εργαζόμενοι αποχωρούν από την εργασία τους κατά μέσο όρο πριν από το 60ό έτος της ηλικίας τους με αποτέλεσμα το ασφαλιστικό μας σύστημα να χαρακτηρίζεται από έντονες ανισότητες μεταξύ των ασφαλισμένων.
Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη να μεταρρυθμιστεί και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, αφού τελικά οι πιο φτωχοί είναι οι συνταξιούχοι. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, ο ένας στους τρεις πραγματικά φτωχούς στη χώρα μας είναι πάνω από 65 χρονών (δηλαδή συνταξιούχος).
Και αυτό συμβαίνει, γιατί στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ σωστή κοινωνική πολιτική, αλλά την ανυπαρξία της την «πλήρωσε» το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας μας (θύμισε χαρακτηριστικά τη συνταξιοδότηση των παλιννοστούντων και των πολιτικών προσφύγων χωρίς τα ασφαλιστικά ταμεία να έχουν εισπράξει από αυτούς εισφορές).
Και για να μην επαναληφθούν ανάλογα φαινόμενα στο μέλλον ο κ. Γκαργκάνας ζήτησε να διαχωριστεί η κοινωνική πολιτική από το συνταξιοδοτικό σύστημα. Και όπως είπε, «ασφάλεια χωρίς αλλαγές δεν γίνεται».
Επίσης, προειδοποίησε ότι το σημερινό σύστημα δεν μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα, καθώς δημογραφικοί και άλλοι παράγοντες επιδεινώνονται σταδιακά.
Επικαλέστηκε και μελέτες διεθνών οργανισμών, οι οποίοι προβλέπουν ότι, εφόσον δεν προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, το 2050 το 25% περίπου του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της χώρας θα δίνεται για συντάξεις. Για την πορεία της οικονομίας ο κ. Γκαργκάνας εμφανίστηκε μάλλον συγκρατημένα αισιόδοξος, ιδιαίτερα για τις αναπτυξιακές προοπτικές, διατηρώντας την εκτίμηση για ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 3%. Στο μέτωπο του πληθωρισμού υποστήριξε ότι σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, διαφαίνεται συγκράτησή του στο 3,5%.
Δεν έκρυψε, τέλος, την αγωνία του για τη συνεχιζόμενη απώλεια της ανταγωνιστικότητας, η οποία αντανακλάται στην πτώση που σημειώνουν οι εξαγωγές. Εξαίρεση αποτελεί η ναυτιλία και, όπως είπε, το 80% των εισαγωγών πετρελαίου στην Κίνα πραγματοποιείται με ελληνόκτητα πλοία. Αντιθέτως, δραματική είναι η εικόνα που εμφανίζει η βιομηχανία, για την οποία ανέφερε ότι βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.