«Μεσαίος» χώρος – μικροί πολιτικοί
Η Νέα Δημοκρατία από την πλευρά της -μετά την αποκήρυξη του νεοφιλελευθερισμού του Κ. Μητσοτάκη και την άρνηση της ιδεολογικής στροφής του Μ. Έβερτ («λαϊκή δεξιά»)- με αφετηρία το 1997, επικαλούμενη το πρόταγμα του «μεσαίου χώρου», κέρδισε, με εξαίρεση τις βουλευτικές εκλογές του 2000, όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις.
Αν βέβαια θεωρήσουμε ότι ο «μεσαίος χώρος» δεν αποτελεί μια «κατασκευή» των πολιτικών, προκειμένου να «νομιμοποιήσουν» τις «ισοπεδωμένες» διαχειριστικές πολιτικές που εφαρμόζουν, τότε προκύπτουν σημαντικά ερωτήματα:
Κι αυτά αφορούν την κοινωνική «σύσταση» του μεσαίου χώρου, τις πολιτικο-ιδεολογικές του ορίζουσες, τη θέση του στο πεδίο της κλασικής κλίμακας: Αριστερά – Κέντρο – Δεξιά.
Πριν απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά, αν βέβαια υπάρχουν απαντήσεις, θα πρέπει να αξιολογήσουμε πώς «βλέπουν» τον «μεσαίο» χώρο τα ίδια τα κόμματα της διακυβέρνησης.
Γιατί τα κόμματα αυτά συνδέουν και αποδίδουν τη δική τους κρίση σε μια ευρύτερη κοινωνική «μεταλλαγή» που έχει οδηγήσει στη διάλυση ή στην αποδυνάμωση των παραδοσιακών κοινωνικών τάξεων. Η αποδυνάμωση αυτή συνοδεύεται από την κατάρρευση των ιδεολογικών συνόρων και των μεγάλων οραμάτων του παρελθόντος, με συνέπεια την επικράτηση του «πολιτικού ρεαλισμού», του αιτήματος για «εξορθολογισμό» των θεσμών, για απόδοση και παραγωγικότητα στις οικονομικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με την άποψή τους αυτή, οι πολίτες χωρίς τις ταξικές δεσμεύσεις και ιδεολογικές «δουλειές» του παρελθόντος αναφέρονται και συνδέονται με το πολιτικό σύστημα ως άτομα και όχι ως κοινωνικά σύνολα. Επειδή, συνεπώς, η «μετριοπάθεια» και ο «ρεαλισμός» καθίστανται κύρια κριτήρια των πολιτικών προτιμήσεων, ο μεσαίος χώρος, «αποστειρωμένος» από ιδεολογικές και κοινωνικο-ταξικές επιρροές, προσφέρεται για την πολιτική «υιοθέτηση» των πολιτών – ιδιωτών του σύγχρονου δημοκρατικού κόσμου.
Η κατασκευή, συνεπώς, ενός μεσαίου χώρου που δεν αναλύεται με κοινωνικό-οικονομικά και πολιτικο-ιδεολογικά κριτήρια, αλλά συντίθεται ως «συνάθροιση» αποπολιτικοποιημένων ατόμων, δεν εκφράζει παρά την κρίση της πολιτικής και αποκαλύπτει ταυτόχρονα το πρότυπο του πολίτη που «ονειρεύονται» οι σύγχρονοι πολιτικοί: Έναν πολίτη που θα τον χαρακτηρίζει ο πολιτικός κυνισμός, η αποδέσμευση από ιδεολογίες (δηλαδή από αρχές και αξίες), ο στυγνός ωφελιμισμός.
Όπως αποκαλύπτεται από τις έρευνες, η αυτοτοποθέτηση των πολιτών στο μέσον της κλίμακας Αριστερά / Δεξιά τείνει πλέον να ισοδυναμεί με αδιαφορία και άρνηση της πολιτικής. Γιατί μια αποϊδεολογικοποιημένη πολιτική χρειάζεται πράγματι ένα αποπολιτικοποιημένο κοινωνικό «σώμα», προκειμένου να μπορεί να εφαρμόζει, χωρίς να υπόκειται σε πολιτικο-ιδεολογικές δεσμεύσεις, τις διαχειριστικές – μονεταιριστικές επιλογές της.
Μέσα από την οπτική αυτή μπορεί να ερμηνευθεί και η στρατηγική της «πολυσυλλεκτικότητας» που εφαρμόζεται συστηματικά από τα κόμματα της διακυβέρνησης.
Τα κόμματα αυτά μετασχηματίσθηκαν σταδιακά από κόμματα ιδεολογικο-πολιτικής συνοχής και φορείς στρατηγικού σχεδιασμού σε χαλαρά «μορφώματα» που διαχειρίζονται το νεο-φιλελεύθερο πρότυπο, με συνέπεια να αποτελούν ένα μωσαϊκό πολιτικών, ιδεολογικών, πολιτιστικών αντιλήψεων (βλ. Χρ. Βερναρδάκης, «Πολιτικά κόμματα και μεσαίος χώρος», εις «Η Κοινή Γνώμη στην Ελλάδα 2004»).
Ασφαλώς ο μεσαίος χώρος έχει αυθεντική κοινωνική υπόσταση. Στην οικονομικο-παραγωγική δομή διαμορφώνεται το πλαίσιο των δραστηριοτήτων που καθορίζουν την οικονομική και κοινωνική θέση και οριοθέτησή του. Σίγουρα οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών όμως έχουν οδηγήσει στη «ρευστότητα» και στην κινητικότητα του χώρου αυτού. Πολλά παραδοσιακά επαγγέλματα και δραστηριότητες βιοτεχνικού-εμπορικού χαρακτήρα απώλεσαν τη θέση τους στην παραγωγική δομή και μια σειρά υπηρεσιών και δραστηριοτήτων του τριτογενούς τομέα -ιδιαίτερα όσων επωφελήθηκαν από την κατασπατάληση των κοινοτικών πόρων- βρέθηκαν «εν μιά νυκτί» στα ανώτερα «δώματα» της μεσαίας τάξης.
Όμως τόσο η ανασφάλεια και η ρευστότητα, που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις, όσο και η αδυναμία της πολιτικής εξουσίας να διαμορφώσει συγκροτημένα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, έχει οδηγήσει και τον αποκαλούμενο «μεσαίο» χώρο σε σύγχυση και σε αντιφατικότητα.
Σε αυτήν τη σύγχυση και στην αντιφατικότητα «ποντάρουν» και τα κόμματα της διακυβέρνησης για να «αλιεύσουν» ψηφοφόρους.
Γιατί πράγματι στον αποκαλούμενο «μεσαίο» χώρο συγκρούονται και συνυπάρχουν φιλελεύθερες και αυταρχικές απόψεις στο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Στο οικονομικό πεδίο οι φιλελεύθερες απόψεις της Αγοράς αντιπαρατίθενται με τον ισχυρό πόλο των αντιλήψεων για τον κοινωνικο-παρεμβατικό χαρακτήρα του κράτους.
Εκεί όμως όπου θριαμβεύει ο συντηρητισμός είναι το σύστημα της ιδεολογίας και των αξιών. Στο πεδίο αυτό είναι εμφανής η υπεροχή της συντηρητικής Δεξιάς.
Συνολικά ο «μεσαίος» χώρος κυριαρχείται από συντηρητικές αρχές στο πολιτικό-κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο και μόνο στο πεδίο των θεσμών του κράτους πρόνοιας επικρατούν οι απόψεις της Αριστεράς.
Το φαινόμενο του «μεσαίου» χώρου μπορεί να κατανοηθεί εναργέστερα μέσα από τη σταδιακή σύγκλιση των κομμάτων της διακυβέρνησης και στην εφαρμογή, από την πλευρά τους, πολιτικών που διογκώνουν την οικονομική -αλλά και πολιτική- παρουσία των μηχανισμών της Αγοράς.
Η διαδικασία αυτή παγιοποιήθηκε σταδιακά λόγω και της αδυναμίας της πολιτικής και κοινωνικής Αριστεράς να διαμορφώσει έναν συγκροτημένο – εναλλακτικό πρότυπο και να παρέμβει αποφασιστικά στις εξελίξεις.
Όσο τα κόμματα της διακυβέρνησης παραμένουν εκλογικοί – διαχειριστικοί μηχανισμοί, προσδεδεμένοι στο κράτος, τόσο ο «μεσαίος» χώρος θα παγιοποιείται και θα αναπαράγει, με τη σειρά του, τα κόμματα-διαχειριστές. Γιατί άλλωστε η «διόγκωση» του «μεσαίου» χώρου είναι ο καθρέπτης της «διόγκωσης» της κρίσης της πολιτικής.