Και ο γιαλός στραβός και το κυβερνητικό σκάφος στραβά αρμενίζει
Έτσι έγινε και κατά την τελευταία συζήτηση στη Βουλή για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Έτσι λειτουργεί το κοινοβουλευτικό σύστημα και στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς. Είναι μια διαδικασία ουσιαστικής δημοκρατίας στο πλαίσιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος για την «αναβάπτιση» της κυβέρνησης και τη συσπείρωση κυβέρνησης και κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνώντος κόμματος.
Ανεξάρτητα από το γεγονός εάν ήταν ή όχι πετυχημένη η επιλογή του Γιώργου Παπανδρέου να θέσει τώρα θέμα μομφής εις βάρος ενός υπουργού (αφού τίποτε δεν έδειχνε ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να έχει μεταβληθεί ή να έχει εξασθενίσει η κοινοβουλευτική θέση της κυβέρνησης Καραμανλή) και μετά από τις διαπιστώσεις του κ. Καραμανλή για τα λάθη και τις παραλείψεις των κυβερνήσεων του νεοΠΑΣΟΚ και τις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης για τη μη εκπλήρωση των προεκλογικών υποσχέσεων της ΝΔ, είναι αληθές ότι, όπως συμβαίνει συνήθως, υπάρχει σοβαρή απόκλιση μεταξύ προεκλογικών υποσχέσεων και κυβερνητικών έργων. Όσα λέγονται κατά την προεκλογική περίοδο από τα κόμματα εξουσίας είναι γραμμένα σε «κινούμενη άμμο» και μας θυμίζουν έντονα την εικόνα που μας δίνει ο ποιητής: «Ωραία που φύσηξε ο μπάτης και σβήστηκε η γραφή». Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη σημερινή κυβέρνηση. Είναι νόσος ανίατος, από τότε που επικράτησε το κοινοβουλευτικό σύστημα. Προσωπικά νομίζουμε ότι το πρόβλημα αυτό είναι κεφαλαιώδους σημασίας για κάθε κυβέρνηση, καθώς προδιαγράφει τον πολιτικό κίνδυνο που αυτή διατρέχει. Αναμφισβήτητα υπάρχουν δυσκολίες, σε άλλες χώρες πολλές και σε άλλες λιγότερες, για την πλήρη υλοποίηση ενός κυβερνητικού προγράμματος και για την πιστή εφαρμογή των κυβερνητικών υποσχέσεων. Πολλοί παράγοντες επιδρούν ανασχετικά και αναιρούν ή αναβάλλουν τα κυβερνητικά σχέδια. Και για τον λόγο αυτόν η Economist Intelligence Unit έχει θεσπίσει τον δείκτη πολιτικού κινδύνου, ο οποίος κάνει μια πρόβλεψη για τα επόμενα πέντε χρόνια σε 36 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Ο τελευταίος δείκτης καταρτίστηκε την περασμένη χρονιά (2004) και οι προβλέψεις του αφορούν την πενταετία 2005-2009.
Ο δείκτης πολιτικού κινδύνου βασικά αναφέρεται στις δυνατότητες της συγκεκριμένης κυβέρνησης, που ασκεί την εξουσία σε καθεμία από τις 36 χώρες που βρίσκονται υπό εξέταση, να υλοποιήσει το πρόγραμμά της και τις υποσχέσεις της, μέσα στο πλαίσιο της κατάστασης που επικρατεί στην κάθε χώρα και αφού ληφθούν υπόψη οι πιθανές κοινωνικές και οικονομικές εντάσεις και εσωτερικές (και εξωτερικές) πιέσεις, οι στρεβλώσεις λόγω διαφθοράς και αναξιοκρατίας και η «ποιότητα» των υφισταμένων υποδομών (κοινωνικών, οικονομικών, συνδικαλιστικών, γραφειοκρατικών, διεθνών δεσμεύσεων, χρόνιων στρεβλωτικών καταστάσεων κ.λπ.). Όσο περισσότερο φιλόδοξο είναι το κυβερνητικό πρόγραμμα τόσο πολλαπλασιάζονται και οι δυσκολίες εφαρμογής του, αν τα εμπόδια υλοποίησής του είναι πολλά και δεν βοηθάει η υπάρχουσα στη χώρα κατάσταση. Στη βάση αυτή η Ελλάδα, με βάση το κυβερνητικό πρόγραμμα Καραμανλή και την κατάσταση που κληρονόμησε από το νεοΠΑΣΟΚ των τάχα εκσυγχρονιστών του Σημίτη, κατατάσσεται στην 34η θέση μεταξύ των 36 χωρών, με υψηλό δείκτη πολιτικού κινδύνου για τη σημερινή κυβέρνηση! Με άλλα λόγια, οι πιθανότητες υλοποίησης των προεκλογικών υποσχέσεων και του κυβερνητικού προγράμματος είναι ελάχιστες. Η Ελλάδα βρίσκεται σε χειρότερη μοίρα από τις μικρές χώρες της Βαλτικής, καθώς και από όλες σχεδόν τις νέες χώρες που πρόσφατα έγιναν μέλη της ΕΕ, όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Σλοβακία κ.λπ. Φαίνεται ότι η ελληνική πραγματικότητα νοσεί σοβαρά και δεν βοηθάει στην υλοποίηση του προγράμματος της σημερινής κυβέρνησης. Εξεταστέα λοιπόν, το κυβερνητικό πρόγραμμα και η σημερινή διαμορφωμένη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Αυτά θέλαμε να ακούσουμε στη συζήτηση στη Βουλή για την ψήφο εμπιστοσύνης. Κατά τη γνώμη μας, ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να αναφερθεί στις δυσκολίες που παρουσιάζει η διαμορφωμένη ελληνική πραγματικότητα και στους υπαίτιους της δημιουργίας της και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε καθήκον να επισημάνει τα όποια τρωτά παρουσιάζει το κυβερνητικό πρόγραμμα και να υποδείξει τρόπους θεραπείας των στρεβλώσεων που παρουσιάζει η σημερινή κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Τότε θα ήταν πραγματικά ωφέλιμη η συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. Τέτοιου επιπέδου, όμως, διάλογο δεν ακούσαμε στη Βουλή.
Μιλώντας για στρεβλώσεις και διαρθρωτικές αδυναμίες, δεν κομίζει κανείς «γλαύκα εις Αθήνας». Είναι ορατές σε όλους. Το πρόβλημα είναι ότι ο καθένας βλέπει διαφορετικές στρεβλώσεις και διαρθρωτικές αδυναμίες, ανάλογα με τον βαθμό ξεπουλήματος της ιδεολογίας του στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κοινωνικοοικονομικού κατεστημένου και ανάλογα με το πόσο χωμένος είναι στη διαπλοκή. Αυτά, βέβαια, ισχύουν για τους πολιτικούς και τα κομματικά στελέχη των διαφόρων κομμάτων. Για παράδειγμα, ένας ακραιφνής νεοφιλελεύθερος πολιτικός, ταγμένος στην υπηρεσία του μεγάλου κεφαλαίου, βλέπει ως στρέβλωση και διαρθρωτική αδυναμία της αγοράς εργασίας την υποχρεωτική τήρηση του οκταώρου. Θα τον ικανοποιούσε ο καθορισμός 16 ωρών εργασίας με μια ασήμαντη προσαύξηση στο ημερομίσθιο. Αντιθέτως, ένας πολιτικός με γνήσια αριστερή ιδεολογία (όχι ψευτοσοσιαλιστής) βλέπει ως διαρθρωτική αδυναμία ακόμη και την οκτάωρη εργασία, γιατί έχει την άποψη ότι η τεχνολογική πρόοδος, που προκάλεσε τον περιορισμό του ρόλου του εργάτη στην παραγωγική διαδικασία, είναι κοινωνικό αγαθό και ως τέτοιο πρέπει να διαχέεται σε όλους τους συντελεστές της παραγωγής και συνεπώς και στους εργαζόμενους (με μείωση των ωρών εργασίας). Δεν είναι νοητό τα οφέλη από ένα κοινωνικό αγαθό να κατευθύνονται μονομερώς, γιατί αυτό αποτελεί στρέβλωση. Και σε όλους τους τομείς της οικονομίας η νεοφιλελεύθερη άποψη για στρεβλώσεις και διαρθρωτικές αδυναμίες είναι εντελώς διαφορετική από τη γνήσια σοσιαλιστική και αριστερή άποψη. Για τους νεοφιλελεύθερους κάθε εμπόδιο στη χωρίς όρια κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων αποτελεί στρέβλωση και διαρθρωτική αδυναμία της οικονομίας μας και πρέπει να διορθωθεί με βίαιη προσαρμογή.
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν είναι καθόλου θεωρητικές. Πηγάζουν από την πολιτική πρακτική, διεθνή και ελληνική και από τις επιλογές των διαφόρων κυβερνήσεων. Ας έρθουμε, όμως, στα καθ’ ημάς. Ποιο ήταν (και είναι) το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον της χώρας μας, όταν ο Κώστας Καραμανλής ανέλαβε τη διακυβέρνηση; Διαπλοκή, κρίση των θεσμών, διαφθορά, κερδοσκοπία και αισχροκέρδεια (η Ελλάδα της αρπαχτής), γραφειοκρατία, περιθωριοποίηση της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας, στροφή της οικονομικής πολιτικής προς το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, κρατική μηχανή χαμηλής απόδοσης, κυριαρχία των καναλιών, έλλειμμα δημοκρατίας, αυτή ήταν και είναι η Ελλάδα! Άλλοι φρόντισαν να δημιουργηθεί ένα τέτοιο περιβάλλον, γνωστοί και μη εξαιρετέοι, που ο εργαζόμενος λαός πρέπει να τους έχει ακόμη στη μνήμη του. Μέσα σε τέτοιο περιβάλλον ένα πρόγραμμα κατεδάφισης όλων αυτών των δομών, συνηθειών και συμπεριφορών είχε υψηλό δείκτη πολιτικού κινδύνου, με άλλα λόγια ήταν δύσκολο να υλοποιηθεί. Προσωπικά πιστεύουμε ότι ο Κώστας Καραμανλής είχε ευγενή οράματα ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πραγματικά επιθυμούσε να σταθεί, ως κυβέρνηση, στο πλευρό του αγωνιζόμενου έντιμου Έλληνα. Και είχε την πρόθεση να αναδομήσει όλο αυτό το αρνητικό περιβάλλον. Ένα τέτοιο πρόγραμμα για να υλοποιηθεί χρειάζεται μεγάλη «δύναμη πυρός», την οποία δεν διαθέτει η σημερινή κυβέρνηση. Έτσι ο πρωθυπουργός έμεινε σχεδόν μόνος, έχοντας τη βοήθεια τεσσάρων-πέντε συνεργατών του, ενώ οι συνασπισμένες δυνάμεις της διαφθοράς διέθεταν τον πλήρη έλεγχο των πάντων. Να γιατί η Ελλάδα παρουσιάζει την κυβέρνηση Καραμανλή αδύναμη στην εφαρμογή ενός κυβερνητικού προγράμματος με ανθρώπινο πρόσωπο και δημοκρατικά οράματα. Πιστεύουμε ότι ο πρωθυπουργός θέλησε, αλλά δεν μπόρεσε να γίνει ο αναμορφωτής του σαθρού πολιτικοοικονομικού περιβάλλοντος. Δεν διέθετε την απαιτούμενη «δύναμη πυρός». Έτσι έσβησαν τα οράματα για επανίδρυση του κράτους, για πάταξη της διαφθοράς, για καταπολέμηση της διαπλοκής, για ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, για βελτίωση της θέσης των μη προνομιούχων, για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Δεν μπόρεσε ο Καραμανλής να αρχίσει την οικοδόμηση μιας «υπέρ των αδυνάτων πολιτείας».
Μετά από μια περίοδο προβληματισμού και κυβερνητικής απραξίας και με υπουργούς διαχειριστές απλώς της τρέχουσας υπηρεσίας στα υπουργεία τους αποφάσισε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα συμβατό με την ελληνική και διεθνή πραγματικότητα. Και το πρόγραμμα αυτό δεν μπορεί παρά να είναι η προώθηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου κυβερνητικών επιλογών. Ο πρωθυπουργός συμβιβάστηκε με τις συνασπισμένες δυνάμεις και έσβησε τα ευγενή οράματά του. Συνέχισε τη διαρκή λιτότητα των εργαζομένων και συνταξιούχων, ξέθαψε το Ασφαλιστικό, αναμοχλεύει τις εργασιακές σχέσεις για να τις προσαρμόσει στις απαιτήσεις του νεοφιλελευθερισμού. Τώρα το πρόγραμμά του έχει τη σύμφωνη γνώμη και τη στήριξη των συνασπισμένων δυνάμεων. Γρήγορα, όμως, θα χάσει την υποστήριξη των μη προνομιούχων. Και ο γιαλός είναι στραβός, αλλά και στραβά αρμενίζει το κυβερνητικό σκάφος!