Συνεχίζονται οι ρατσιστικές διώξεις στις ΗΠΑ
Δύο πολύ πρόσφατα γεγονότα όμως ήρθαν να κλείσουν οριστικά το κεφάλαιο των φυλετικών διακρίσεων εις βάρος των μαύρων στις ΗΠΑ. Το πρώτο αφορά τη συγγνώμη που ζήτησε δημόσια η αμερικανική Γερουσία, επειδή δεν μπόρεσε επί δεκαετίες να ψηφίσει έναν ομοσπονδιακό νόμο που να απαγορεύει το λιντσάρισμα, ώστε να διώκονται ποινικά όσοι προέβαιναν σε αυτήν την πράξη! Ακούγεται απίστευτο, αλλά είναι αληθινό! Παρότι τουλάχιστον 4.743 αθώοι άνθρωποι, από τους οποίους 3.446 ήταν μαύροι, έπεσαν θύματα λιντσαρίσματος από το 1882 μέχρι το 1968, κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, που από τον Λευκό Οίκο πέρασαν επτά διαφορετικοί Πρόεδροι, όποιο σχέδιο νόμου έφτανε στη Γερουσία καταψηφιζόταν πανηγυρικά! Αναγνωρίζοντας την εγκληματική ευθύνη που είχε η Γερουσία γι’ αυτήν την αθλιότητα, έστω και καθυστερημένα, ζήτησε δημόσια συγγνώμη στις 13 Ιούνη, παρουσία πολλών συγγενών ανθρώπων που είχαν πέσει θύματα λιντσαρίσματος.
Το δεύτερο περιστατικό, που δείχνει την πρόθεση των ΗΠΑ να κλείσουν αυτό το κεφάλαιο ντροπής, αφορά τη δίκη του 80χρονου πλέον Έντγκαρ Ρέι Κίλεν για τη δολοφονία τριών νεαρών αγωνιστών που μάχονταν για τα δικαιώματα των μαύρων και είχαν επισκεφθεί τη Φιλαδέλφεια του Μισισιπή τον Ιούνιο του 1964 για να βοηθήσουν τους μαύρους να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Η δραματική εμπειρία τους, με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, επανήλθε στο προσκήνιο πρόσφατα πάλι με αφορμή την ταινία «Ο Μισισιπής Καίγεται», που γυρίστηκε το 1988. Ακόμη και τότε όμως ήταν νωρίς απ’ ό,τι φάνηκε για την «Κοιτίδα των Ατομικών Δικαιωμάτων και τη Μητέρα Όλων των Δημοκρατιών», όπως αυτάρεσκα θέλουν να εμφανίζονται οι ΗΠΑ, για να οδηγήσουν στο σκαμνί τον ηθικό αυτουργό των αποτρόπαιων εκείνων δολοφονιών. Και έπρεπε να φτάσουμε στον Ιούνιο του 2005, 41 ολόκληρα χρόνια μετά, για να αντιμετωπίσει τη δικαιοσύνη ο επικεφαλής της Κου Κλουξ Κλαν που είχε δώσει τις οδηγίες για τη δολοφονία των νεαρών αγωνιστών και για πολλούς αποτελούσε το φόβητρο χιλιάδων φτωχών μαύρων του αμερικανικού νότου.
Αυτές οι εξελίξεις όμως, όσο και αν γεμίζουν ικανοποίηση χιλιάδες ανθρώπους που είδαν τους δικούς τους να θανατώνονται με τον πιο ατιμωτικό τρόπο, δεν μπορούν παρά να ερμηνευθούν στο φόντο των τρεχουσών προτεραιοτήτων. Και τότε καταλαβαίνουμε ότι τα κίνητρα που κρύβονται πίσω από την επιχείρηση απονομής δικαιοσύνης στους μαύρους που έπεσαν θύματα του ρατσισμού, σαράντα χρόνια μετά, δεν είναι τόσο αθώα ούτε ανυστερόβουλα. Αντίθετα, όλη αυτή η προσπάθεια έρχεται να συγκαλύψει και να νομιμοποιήσει τις συστηματικές διώξεις που πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια εναντίον Αράβων και μουσουλμάνων στο πλαίσιο της αντιτρομοκρατικής σταυροφορίας. Η Ουάσινγκτον έτσι έδωσε το πράσινο φως για να διαλευκανθούν τα εγκλήματα κατά των μαύρων, τώρα που έχουν ενσωματωθεί πλήρως στο κοινωνικό σύστημα, ώστε να διασκεδάζονται οι πέρα για πέρα βάσιμες κατηγορίες που δέχεται ο Μπους πως στη θέση των μαύρων είναι πλέον οι Άραβες που έχουν μετατραπεί σε στόχο ρατσιστικών διώξεων.
Προς επίρρωση αρκεί να αναφέρουμε τα όσα παραθέτει στην τελευταία του έκθεση για τα πολιτικά δικαιώματα των μουσουλμάνων στις ΗΠΑ το Συμβούλιο Αμερικανο-Ισλαμικών Σχέσεων. Η έκθεση δόθηκε στη δημοσιότητα στις 12 Μαΐου και προκάλεσε ένα μπαράζ δημοσιευμάτων στον αμερικανικό Τύπο – που τουλάχιστον δεν έχει ταυτιστεί με το κυνήγι μαγισσών του Μπους- με κοινό παρονομαστή την αναίρεση πλέον (και όχι απλώς τον κίνδυνο ή την απειλή αναίρεσης) ακόμη και των συνταγματικά κατοχυρωμένων πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση (που υπάρχει αυτούσια στον δικτυακό τόπο www.cair.com), τα καταγεγραμμένα εγκληματικά περιστατικά που είχαν θύματα μουσουλμάνους στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2004 έφθασαν τα 1.522, εμφανίζοντας σε σχέση με το 2003 μια αύξηση που υπερβαίνει το 50%. Αξίζει επίσης να δούμε ότι από το 2001, που έγινε η δολοφονική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, οι επιθέσεις εναντίον μουσουλμάνων αυξάνονται κάθε χρόνο με σταθερό αριθμό και από 525 που ήταν εκείνη τη χρονιά αυξήθηκαν σε 602 τον επόμενο χρόνο και σε 1.019 το 2003. Πρόκειται δηλαδή για ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί περιθωριακό, αλλά αντίθετα βρίσκεται στην ακμή του.
Οι τρομερές ευθύνες δε που έχει η ίδια η Ουάσινγκτον για τις διώξεις που υφίστανται οι μουσουλμάνοι αποκαλύπτονται με εύγλωττο τρόπο αν δούμε ότι η πλειοψηφία των παραπάνω περιστατικών δεν αφορά βανδαλισμούς, ξυλοδαρμούς και προσβολές που πράττουν ακροδεξιοί Αμερικανοί εναντίον μουσουλμάνων στον δρόμο και στον χώρο εργασίας, αλλά αφορούν παράνομες συλλήψεις! Οι κρατικές αρχές, που έχουν την ευθύνη για την τήρηση του νόμου και είναι θεωρητικά οι εγγυητές της τήρησης του νόμου, είναι στην πραγματικότητα οι πρωτεργάτες του νέου κύματος διώξεων που σαρώνει την Αμερική. Το πόσο πιο επικίνδυνο είναι το κύμα ρατσιστικών διώξεων του Μπους σε σχέση με εκείνο της Κου Κλουξ Κλαν φαίνεται επίσης αν δούμε ότι οι πολιτείες όπου ανθούν οι παραβιάσεις των πολιτικών δικαιωμάτων των Αράβων δεν είναι οι ούτως ή άλλως υπανάπτυκτες αγροτικές πολιτείες του Νότου, όπου ανέκαθεν ενδημούσαν οι δεισιδαιμονίες και η καθυστέρηση. Αντίθετα, τα σκήπτρα στις διώξεις Αράβων κρατούν δύο πολιτείες που ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες αναδείχθηκαν στην πρωτοπορία των επιστημών και της οικονομικής ζωής. Είναι η Καλιφόρνια, που φιλοξενώντας την Κοιλάδα της Σιλικόνης απετέλεσε το επίκεντρο της αναίμακτης επανάστασης της Νέας Οικονομίας, και η Νέα Υόρκη, που ήταν ανέκαθεν η πλέον πολυπολιτισμική πολιτεία και κέντρο ποικίλων καλλιτεχνικών τάσεων και ιδεολογικών ρευμάτων. Όλα αυτά φυσικά ίσχυαν πριν από την εφαρμογή του δρακόντειου αντιτρομοκρατικού νόμου που κατ’ ευφημισμόν χαρακτηρίστηκε Πάτριοτ Ακτ, έτσι ώστε ο νεο-μακαρθισμός να ταυτίζεται με τον πατριωτισμό.
Στο πλαίσιο των υπερεξουσιών που δίνει στον ακροδεξιό υπουργό Δικαιοσύνης, Τζον Άσκροφτ, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που περιγράφει ο Πάτριοτ Ακτ, πολλές φορές μέχρι τώρα και με διαφορετικές κάθε φορά αφορμές έχουν συντελεστεί μαζικά πογκρόμ συλλήψεων υπό τις οδηγίες του, που παραπέμπουν στις πιο μαύρες εποχές ολοκληρωτικών καθεστώτων. Η πρώτη φορά ήταν αμέσως μετά την 11η Σεπτέμβρη, όταν πράκτορες του FBI συνέλαβαν 1.200 άτομα που κρατήθηκαν, ανακρίθηκαν χωρίς την παρουσία δικηγόρου και πολλοί από αυτούς στη συνέχεια απελάθηκαν χωρίς να τους απαγγελθεί κάποια κατηγορία. Συνάγεται έτσι ότι αυτό το ρατσιστικό πογκρόμ απλώς επικαλείται τους τρομοκρατικούς κινδύνους, ενώ εκπορεύεται από καθαρά πολιτικές διώξεις. Για ποιον άλλον λόγο μπορεί να απελάθηκαν τόσες χιλιάδες μουσουλμάνοι; Το δεύτερο κύμα διώξεων εξαπολύθηκε μετά τον Μάρτη του 2002, όταν το υπουργείο Δικαιοσύνης ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε συνεντεύξεις (διάβαζε ανακρίσεις) 3.000 ατόμων προερχόμενων από τη Μέση Ανατολή και την κεντρική και την ανατολική Ασία, οι οποίοι διέμεναν μόνιμα στις ΗΠΑ ή θεωρούνταν επισκέπτες, έχοντας όμως όλα τα νόμιμα χαρτιά. Στην έκθεση του Συμβουλίου Αμερικανο-Ισλαμικών Σχέσεων αναφέρονται επίσης πολλά παραδείγματα μαζικών διώξεων, όπως η σύλληψη τον Δεκέμβριο του 2002 περισσότερων από 700 αράβων φοιτητών στη Νότια Καλιφόρνια, καθώς και περιστατικά απαγόρευσης της λειτουργίας αντιπολεμικών και αντιρατσιστικών οργανώσεων (με την επωνυμία Αντιρατσιστική Δράση, Φοιτητές Ενάντια στον Πόλεμο, Ξεσηκωθείτε κ.ά.), με τη δικαιολογία ότι αποτελούσαν δυνάμει τρομοκρατική απειλή.
Όταν το ίδιο το αμερικανικό κράτος πραγματοποιεί όλες αυτές τις αυθαιρεσίες (ενθαρρύνοντας έτσι τους ακροδεξιούς ρατσιστές), πώς να μην πληθαίνουν συνεχώς τα φαινόμενα βανδαλισμών ενάντια σε περιουσίες Αράβων, τα περιστατικά αναίτιων επιθέσεων ακόμη και σε γυναίκες μουσουλμάνες μέσα σε μεγάλα εμπορικά καταστήματα; Στην έκθεση μάλιστα περιγράφονται πολλές περιπτώσεις, με όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες, όπου παρευρισκόμενοι αρνήθηκαν να βοηθήσουν μουσουλμάνους τη στιγμή που δέχονταν επίθεση, δεν έκαναν καν τον κόπο να καλέσουν την Αστυνομία και απολάμβαναν το θέαμα της επίθεσης εναντίον μιας μουσουλμάνας που φόραγε μαντίλα και του εξευτελισμού της. Όπως ακριβώς συνέβαινε δηλαδή και στον αμερικανικό Νότο τη δεκαετία του ’60, που όλα τα εγκλήματα της Κου Κλουξ Κλαν διαπράττονταν υπό την ανοχή των λευκών Αμερικανών, που είτε ζητωκραύγαζαν εκστασιασμένοι είτε έκαναν πως δεν έβλεπαν.