Οι προϋποθέσεις της ανάπτυξης και το «κινεζικό πείραμα»

Για τον λαό της Ιρλανδίας έμεινε η σκληρή δουλειά, η μεταβολή των εργασιακών σχέσεων εις βάρος των εργαζομένων και η αφόρητη ακρίβεια. Τώρα η χώρα αυτή είναι η ακριβότερη μέσα στην ευρωζώνη, με δείκτη ακρίβειας 114,8. Δεύτερη είναι η Φινλανδία (109,7), τρίτη η Πορτογαλία (99,3) και τέταρτη η Ελλάδα (96), σύμφωνα με τις πρόσφατες μετρήσεις του Euro Price Barometer.

Να σημειώσουμε ότι η Φινλανδία και η Πορτογαλία, όπως και η χώρα μας, απέκτησαν μεγάλη ακρίβεια χωρίς να πετύχουν έστω και μια στρεβλή ανάπτυξη. Στην Ιρλανδία η μεγάλη ακρίβεια έγινε ο αγωγός που έφερε τη μονοπώληση των ωφελημάτων της ανάπτυξης στα θησαυροφυλάκια των μεγάλων επενδυτών. Το μεγάλο κακό είναι ότι η ακρίβεια δεν πλήττει μόνο τους άνεργους, που βρήκαν δουλειά με την ανάπτυξη (το 10% του εργατικού δυναμικού), αλλά πλήττει το σύνολο του πληθυσμού.

Το ιρλανδικό αναπτυξιακό μοντέλο «κατηγορείται» για υπέρμετρη κινητροδότηση υπέρ των νέων επενδυτών (ντόπιων και ξένων), για αδικαιολόγητα ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς στη φορολογική μεταχείριση των επιχειρηματικών κερδών, για τη μη θεμελίωση αδιάβλητης δημόσιας διοίκησης, για άνθηση της διαπλοκής στην πολιτική (κυρίως κυβερνητική) εξουσία και για τη νόθευση του υγιούς ανταγωνισμού. Έτσι, αξιοποιώντας τη διεθνή εμπειρία πάνω στις αναπτυξιακές προσπάθειες των διαφόρων χωρών, για να πετύχουμε ανάπτυξη χωρίς στρεβλώσεις και με διασπορά των αναπτυξιακών ωφελημάτων σε ολόκληρο τον λαό, θα πρέπει κατά την προσωπική μας γνώμη να υπάρχουν ή να δημιουργηθούν πρώτα οι παρακάτω προϋποθέσεις που εγγυώνται ένα μίνιμουμ επιτυχίας:

α) Αναπτυξιακή υποδομή, όπως δίκτυα μεταφορών, λιμάνια, αεροδρόμια, άριστες τηλεπικοινωνίες, αδιάκοπη ροή ενέργειας και πρώτων υλών, ειδικευμένο προσωπικό κ.λπ.

β) Σταθεροί κανόνες εξυπηρέτησης των επιχειρήσεων από το κράτος, οι οποίοι θα εφαρμόζονται με αμεροληψία και χωρίς ελαστικότητα προς ορισμένους και στο πλαίσιο μιας αδιάβλητης και αδιάφθορης δημόσιας διοίκησης και ενός «τυφλού» συστήματος απονομής της δικαιοσύνης.

γ) Σταθερό φορολογικό σύστημα που είναι το μόνο που βοηθάει τις επιχειρήσεις στον σωστό προγραμματισμό της τωρινής και της μακροπρόθεσμης δραστηριότητάς τους.

δ) Πάταξη της διαπλοκής που δημιουργεί ένα «γκρίζο» μικροοικονομικό περιβάλλον, κάτι που απωθεί τις νέες επενδύσεις, γιατί δεν γνωρίζουν πώς θα αντιδράσουν οι ήδη διαπλεκόμενοι επιχειρηματίες στην είσοδο των νέων επενδυτών.

ε) Υγιές ανταγωνιστικό περιβάλλον, χωρίς μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις και χωρίς «νονούς» στην αγορά που λυμαίνονται -όπως γνωρίζουμε- και τις παραγωγικές επιχειρήσεις και τους ανυπεράσπιστους καταναλωτές. Αν δεν υπάρχουν ξεκαθαρισμένες καταστάσεις στην αγορά, κυρίως οι ξένοι επενδυτές παρουσιάζονται επιφυλακτικοί.

στ) Τραπεζικό σύστημα που θα στηρίζει την ανάπτυξη, θα κινείται στο πλαίσιο της αναπτυξιακής πολιτικής και δεν θα είναι «αρπακτικό». Για τον σκοπό αυτόν είναι αναγκαίο να υπάρχουν και ισχυρές κρατικές τράπεζες που εξαναγκάζουν τις ιδιωτικές σε μια σωστή ή τέλος πάντων ανεκτή συμπεριφορά.

ζ) Ικανοποιητική ενεργός ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών που θα στηρίζεται στο εισόδημα των νοικοκυριών και όχι στην υπερχρέωσή τους. Σε μακροχρόνια βάση η ενεργός ζήτηση διατηρείται σε σταθερά υψηλά επίπεδα μόνον όταν στηρίζεται στο εισόδημα των καταναλωτών. Αυτή είναι υγιής ζήτηση, με διάρκεια και ανοδική πορεία. Η ενεργός ζήτηση είναι ισχυρό κίνητρο για νέες επενδύσεις.

η) Κρατική στήριξη στην προώθηση των εξαγωγών, με την ύπαρξη υπουργείου Εξωτερικού Εμπορίου με ειδικές υπηρεσίες, με έρευνες διεθνούς αγοράς, με δραστήριους εμπορικούς συμβούλους και εμπορικούς ακολούθους στις πρεσβείες και γενικά με αποτελεσματική οικονομική διπλωματία. Η προώθηση των εξαγωγών και των πράξεων (συναλλαγών) που εξομοιώνονται με εξαγωγές αποτελεί ισχυρό επενδυτικό κίνητρο.

θ) Η αναπτυξιακή προσπάθεια του κράτους πρέπει να «ρυμουλκεί» τις επενδύσεις προς βιώσιμες επιχειρηματικές δραστηριότητες που θα έχουν εντοπιστεί μετά από προσεκτικές μελέτες των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών. Κυρίως η αναπτυξιακή κατεύθυνση πρέπει να αποβλέπει στην υποκατάσταση των εισαγωγών, στην παραγωγή νέων προϊόντων που θα είναι σύμφωνα με τις καταναλωτικές τάσεις ή θα έχουν τη δύναμη να τις δημιουργούν και στην ανάπτυξη-στήριξη των κλάδων που παρουσιάζουν συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Αυτές οι προϋποθέσεις και ορισμένες άλλες συμπληρωματικά πρέπει να υπάρχουν πριν από τη θεσμοθέτηση των όποιων αναπτυξιακών κινήτρων. Διαφορετικά χτίζουμε στην άμμο. Υπάρχουν στην Ελλάδα σήμερα όλες αυτές οι προϋποθέσεις; Να γιατί η προσπάθεια προσέλκυσης νέων επενδύσεων μόνιμα σκοντάφτει. Πρώτα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το μικροοικονομικό περιβάλλον, να αποκτήσουμε δημόσια διοίκηση που θα στέκεται στο ύψος της (αδιάφθορη και αντικειμενική), να δημιουργήσουμε υγιές ανταγωνιστικό περιβάλλον, να πατάξουμε τη διαπλοκή και μετά να σκεφτούμε για τη νομοθέτηση των κινήτρων που θα βοηθήσουν στην αναπτυξιακή μας προσπάθεια.

Αλήθεια, σκέφτηκε ποτέ η κυβέρνηση γιατί τα τελευταία είκοσι χρόνια οι
ξένες νέες επενδύσεις στην Ελλάδα ήταν μηδαμινές; Είναι οι απαιτήσεις των επενδυτών τεράστιες, είναι και η έλλειψη των παραπάνω βασικών προϋποθέσεων και ξεμείναμε από επενδύσεις. Κίνητρα πάντα υπήρχαν και μάλιστα ισχυρότατα, αλλά από μόνα τους δεν φέρνουν την επενδυτική «άνοιξη». Στη σημερινή εποχή είναι πλέον παρωχημένη η αντίληψη ότι δίνοντας κίνητρα θα πετύχεις προσέλκυση επενδύσεων και ανάπτυξη. Χρειάζεται και το «κάτι άλλο».

Ας ρίξουμε όμως και μια γρήγορη ματιά στο τραπεζικό σύστημα της Κίνας που αποτελεί τον βασικό πυλώνα της αναπτυξιακής της προσπάθειας. Οι κινεζικές τράπεζες διαθέτουν ικανοποιητική ρευστότητα και το παιχνίδι το κρατάνε στον έλεγχό τους οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες που είναι αμιγώς κρατικές. Έτσι το κράτος ελέγχει απόλυτα το τραπεζικό σύστημα και το χρησιμοποιεί ως αναπτυξιακό εργαλείο. Οι κρατικές τράπεζες κατέχουν το 80% της τραπεζικής αγοράς (καταθέσεις – δανειοδοτήσεις) και οι μικρές ιδιωτικές τράπεζες με μερίδιο 20% πειθαναγκάζονται να ακολουθούν τις συμπεριφορές των μεγάλων κρατικών τραπεζών. Η μεγάλη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος οφείλεται στο γεγονός ότι οι Κινέζοι είναι λαός αποταμιευτικός (όπως άλλωστε και οι Ιάπωνες) και όχι καταναλωτικός. Υπολογίζεται ότι η κινεζική οικογένεια αποταμιεύει περίπου το 50% του οικογενειακού εισοδήματος και το υπόλοιπο μισό το καταναλώνει.

Το 70% αυτών των αποταμιευομένων κεφαλαίων κατατίθεται στις τέσσερις μεγάλες κρατικές τράπεζες για περισσότερη ασφάλεια, αλλά και γιατί ο σοφός Κινέζος κατανοεί ότι οι τράπεζες αυτές πρέπει να είναι ισχυρές για να μπορούν με επιτυχία να παίζουν τον αναπτυξιακό τους ρόλο. Έτσι σχεδόν αγνοεί τα ισχυρά κίνητρα που χορηγούν οι μικρές ιδιωτικές τράπεζες για να προσελκύσουν καταθέτες. Να γιατί οι ισχυρές τράπεζες των δυτικών χωρών αποφεύγουν την αγορά της Κίνας.
Οι κρατικές τράπεζες χορηγούν δάνεια στις επιχειρήσεις, βιομηχανικές και εμπορικές, με ελαστικά τραπεζικά κριτήρια. Ασφαλώς με υπόδειξη της αρμόδιας κυβερνητικής υπηρεσίας και στο πλαίσιο της αναπτυξιακής προσπάθειας τα 2/3 περίπου των χορηγήσεων οδεύουν σε επιχειρήσεις ελεγχόμενες από το κράτος και με την προσκόμιση εγγυητικής επιστολής κρατικής τράπεζας και χωρίς να ασχολούνται με τον βαθμό βιωσιμότητας της δανειολήπτριας επιχείρησης.

Έτσι δανειοδοτούνται και επιχειρήσεις του Δημοσίου που δραστηριοποιούνται σε προβληματικούς κλάδους (χαλυβουργία, τσιμεντοβιομηχανία κ.λπ.). Οι τράπεζες, όπως και το κράτος, γνωρίζουν ότι τα δάνεια στους προβληματικούς αυτούς κλάδους είναι επισφαλή, τουλάχιστον σε ποσοστό 50%, όμως κρατάνε στη ζωή τις επιχειρήσεις αυτές και για λόγους απασχόλησης του εργατικού δυναμικού και με την προσδοκία αύξησης μελλοντικά της κατανάλωσης των προϊόντων τους στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά. Οι προβληματικές αυτές επιχειρήσεις είναι εκείνες που παράγουν πρώτες ύλες για τη βιομηχανία. Τώρα αποθεματοποιούν και την αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων τους την έχει αναλάβει το κράτος, εφαρμόζοντας ένα είδος συγκεκαλυμμένης (έμμεσης) κρατικής επιδότησης. Το επιτόκιο χορηγήσεων που ισχύει από τον Οκτώβριο του 2004 είναι 5,58%. Εάν η επιδότηση ήταν «φανερή» και καταγραφόταν στον κρατικό προϋπολογισμό, έχει υπολογιστεί ότι το έλλειμμα του Δημοσίου θα μπορούσε να φτάσει και στο 20% του ΑΕΠ!

Ενδιαφέρον το «κινεζικό πείραμα», κυρίως όσον αφορά τον ρόλο του τραπεζικού συστήματος στην ανάπτυξη και τα ερωτήματα πολλά και βασανιστικά. Πρέπει να παραδίδεται το τραπεζικό σύστημα στο ιδιωτικό κεφάλαιο; Η ανάπτυξη είναι ευθύνη του κράτους ή του ιδιωτικού τομέα; Μπορούν να συνυπάρξουν ανάπτυξη και πλεονασματικός προϋπολογισμός; Βλάπτει η σώρευση κεφαλαίου σε κλάδους που παρουσιάζουν υστέρηση; Το «κινεζικό πείραμα» θα χαράξει νέους δρόμους στην αναπτυξιακή προσπάθεια. Είναι ανάγκη να το μελετήσουμε με την πρέπουσα σοβαρότητα. Ίσως κάποια στοιχεία του κινεζικού μοντέλου φανούν χρήσιμα και στη δική μας αναπτυξιακή προσπάθεια.


Σχολιάστε εδώ