Εκσυγχρονισμός και μεταρρύθμιση

Το «πού» και «πώς» κατέληξε ο «εκσυγχρονισμός» είναι βέβαια γνωστό… Για αυτό και σήμερα αποτελεί, περίπου, απαγορευμένη έκφραση στο πολιτικό λεξιλόγιο.
Βεβαίως η Νέα Δημοκρατία χρειάζεται έναν δικό της «γλωσσικό τύπο» για να εκφράσει τη δική της πολιτική, για αυτό και καταφεύγει στο -διόλου πρωτότυπο- σύνθημα της «μεταρρύθμισης». Ένα σύνθημα πίσω από το οποίο προσπαθήσει να «ωραιοποιήσει» τη διαχείριση του μοντέλου της αγοράς στις σημερινές συνθήκες.

Αν το σύνθημα της «Αλλαγής» του 1981 διατηρεί ακέραιο το περιεχόμενο και την ιστορική του δυναμική, τόσο η «φιλελεύθερη επαγγελία» του Κ. Μητσοτάκη το 1990 όσο και «εκσυγχρονισμός» του Κ. Σημίτη οδηγήθηκαν στη λήθη και στην απαξία. Όσο για τη σημερινή «μεταρρύθμιση», θα εκπνεύσει σύντομα και θα ξεχαστεί και από τους ίδιους τους εμπνευστές της.

Γιατί στην ουσία «εκσυγχρονισμός» και «μεταρρύθμιση» δεν αποτελούν παρά τις συμβολικές αναφορές, μέσα από τις οποίες οι ίδιες πολιτικές και οικονομικές επιλογές, περνώντας από το ένα ιδεολογικό – πολιτικό «σχήμα» στο άλλο, συνεχίζονται σχεδόν αμετάλλακτες, χωρίς σημαντικές διαφορές.

Αντί να αλλάζουν οι πολιτικές στρατηγικές, αλλάζουν απλώς οι γλωσσικοί – συμβολικοί τύποι, που μπορούν να εκφράζουν τις ίδιες αυτές πολιτικές σε κάθε εποχή. Μ’ αυτήν την έννοια ο «εκσυγχρονισμός «ζει» μέσω της «μεταρρύθμισης»…
Το παράδειγμα των ημερών είναι χαρακτηριστικό. Στις ρυθμίσεις για το ασφαλιστικό ο νόμος Ρέππα ενεργοποιείται μέσα από το «όχημα» της «μεταρρύθμισης» της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, προκειμένου να «νομιμοποιηθεί» το πέρασμα στις σύγχρονες ρυθμίσεις, όπου οι νέοι προσλαμβανόμενοι εντάσσονται στα νέα ασφαλιστικά πρότυπα της Αγοράς. Οι ρυθμίσεις της εποχής του εκσυγχρονισμού δεν αποτελούν παρά τις «διαμεσολαβητικές δομές» για το πέρασμα στην,
πλήρη, νεο-φιλελεύθερη κυριαρχία.

Για αυτό και ο πολιτικός ανταγωνισμός και οι κομματικές αντιπαραθέσεις έχουν προσλάβει σχηματικό χαρακτήρα, δεν συνιστούν ουσιαστικές πολιτικές συγκρούσεις πάνω σε διακριτές θέσεις. Και αυτό το φαινόμενο αναδείχθηκε στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή, όπου οι πολιτικές αξιολογήσεις και οι σχολιασμοί περιορίσθηκαν στους «χειρισμούς» των αρχηγών και στα εκατέρωθεν εκστομισθέντα «γνωμικά» και παροιμίες…

Αυτή η οργανική «συνέχεια» μεταξύ «εκσυγχρονισμού» και «μεταρρύθμισης» επιτρέπει στον Κ. Καραμανλή να νομιμοποιεί τις επιλογές του, εμφανιζόμενος μάλιστα ως εκφραστής και του «κεντρώου» χώρου.

Αντίθετα για τον Γ. Παπανδρέου το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα σύνθετο. Ενώ στην ουσία δεν έχει στρατηγικής μορφής διαφωνία ούτε με τον «εκσυγχρονισμό» ούτε με τη «μεταρρύθμιση», δεν μπορεί να «νομιμοποιήσει» πολιτικά καμία από τις δύο κατηγορίες. Δεν θέλει να ταυτισθεί με το ιστορικό βάρος της ήττας του εκσυγχρονισμού, αλλά και με τις πρακτικές της περιόδου 2000 – 2004. Από την άλλη πλευρά, παρά το ότι συμφωνεί με βασικές επιλογές της κυβέρνησης της Ν.Δ. (π.χ. ασφαλιστικό, εργασιακό, ρόλος του κράτους), εν τούτοις είναι υποχρεωμένος να διαφοροποιηθεί από αυτές.

Όμως η τακτική του «ούτε ΝΑΙ, ούτε ΟΧΙ» λειτουργεί αποδιαρθρωτικά για το ΠΑΣΟΚ, δημιουργεί ένα σκηνικό σύγχυσης και αβεβαιότητας. Στην πραγματικότητα ο «εκσυγχρονισμός» -με τις ιστορικές του «δουλείες», όπως αυτή της διαπλοκής- και η «μεταρρύθμιση» -που προωθεί ένα πρότυπο αγοράς που έχει κατ’ ουσίαν υιοθετήσει το ΠΑΣΟΚ- λειτουργούν σαν δύο «μυλόπετρες» που αποδυναμώνουν το ΠΑΣΟΚ, αφού το ίδιο στέκεται μετέωρο ανάμεσα τους, χωρίς να μπορεί να αποκτήσει ούτε ένα αυτόνομο και συγκροτημένο πολιτικό – ιδεολογικό λόγο ούτε μια ξεκάθαρη θέση στο πολιτικό σύστημα.

Η Νέα Δημοκρατία μπορεί τώρα να προβάλει τις θετικές πλευρές των μεταρρυθμίσεων ως δικές της επιτυχίες, «χρεώνοντας» τις αρνητικές επιπτώσεις στο προηγηθέν «εκσυγχρονιστικό» εγχείρημα (π.χ. εργασιακές σχέσεις, ασφαλιστικό). Γι’ αυτό και οι όποιες διαφωνίες και διαφοροποιήσεις εμφανίζονται στο «εσωτερικό» της Νέας Δημοκρατίας δεν έχουν ιδεολογικο – πολιτική βάση. Αφορούν στην πραγματικότητα αντιθέσεις που προκύπτουν από τη διεκδίκηση και το «μοίρασμα» της κυβερνητικής εξουσίας. Γι’ αυτό και επιλύονται μέσω της εξουσίας αυτής, είτε με την παροχή υποσχέσεων, είτε με ανάθεση ρόλων στους επί μέρους διεκδικητές.

Στο ΠΑΣΟΚ επικρατεί μια διαφορετική κατάσταση. Ασφαλώς η μία πλευρά των αντιπαραθέσεων, της πολυγλωσσίας, της διεκδίκησης ρόλων, εκφράζει την αγωνία κορυφαίων στελεχών να παραμείνουν στο προσκήνιο και να ενδυναμώσουν τις προσωπικές τους προοπτικές για το μέλλον, ένα μέλλον που μοιάζει όλο και πιο αβέβαιο.

Την βασική, όμως, «πηγή» παραγωγής της σύγχυσης και της αμορφίας στο ΠΑΣΟΚ αποτελεί ο αυτοεγκλωβισμός του ΠΑΣΟΚ στο «σχήμα» «εκσυγχρονισμός» – «μεταρρύθμιση», με αποτέλεσμα να αδυνατεί να διατυπώσει μια αυτόνομη πολιτική πρόταση που δεν θα είναι απλώς «διαφορετική» από εκείνη της ΝΔ, αλλά θα συνιστά αντίρροπη, εναλλακτική, πρόταση με σαφή κοινωνικά χαρακτηριστικά. Το πραγματικό νόημα των λέξεων βέβαια δεν θα το βρούμε στα λεξικά.

Γιατί αναδύεται μέσα από τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις σχέσεις, τα οράματα των ανθρώπων. Μέσα από όλο αυτό τον «πλούτο» οι λέξεις, τα «συνθήματα» αποκτούν το ουσιαστικό τους νόημα. Αυτό αφορά κατ’ εξοχήν τα πολιτικά μηνύματα και τους «γλωσσικούς κώδικες» μέσα από τους οποίους τα μηνύματα αυτά εκπέμπονται.

Γι’ αυτό και «συνθήματα» όπως αυτά του «εκσυγχρονισμού», της «μεταρρύθμισης», της «ανασυγκρότησης» θα παραμένουν κενά κελύφη, «άδεια πουκάμισα», που θα αντιμετωπίζονται από τους πολίτες, σαν απλά διαφημιστικά «τρικ», αφού δεν εκφράζουν παρά την ιστορική πολιτική κρίση του καιρού μας.


Σχολιάστε εδώ