Επενδυτική απραξία και αναπτυξιακή λιτότητα
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας αισιοδοξεί και μας πληροφορεί ότι το τελευταίο δίμηνο έχουν υποβληθεί 92 αιτήσεις για επενδύσεις ύψους 235 εκατ. ευρώ με τις προβλεπόμενες από τον νόμο επιχορηγήσεις ύψους 105 εκατ. ευρώ περίπου. Με άλλα λόγια, οι επενδυτές αυτοί, 92 τον αριθμό, θα επενδύσουν κεφάλαια ύψους 130 εκατ. ευρώ ή 1,3 εκατ. ευρώ ανά επένδυση. Σώθηκε η ελληνική οικονομία με τις τόσο… σοβαρές αυτές επενδύσεις. Ταυτόχρονα, η έκθεση του ΙΟΒΕ προβλέπει συρρίκνωση των ιδιωτικών επενδύσεων το 2005 κατά 2,4% σε σύγκριση με αυτές του προηγούμενου έτους και, επίσης, σημαντική μείωση των δημοσίων επενδύσεων κατά 36,4% (!) λόγω φυσικά της μείωσης των φετινών πιστώσεων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Το δικό μας συμπέρασμα είναι ότι το κράτος δεν είναι σε θέση πλέον να βοηθήσει την αναπτυξιακή προσπάθεια λόγω της πίεσης που ασκεί η δημοσιονομική μας κατάσταση και ο ιδιωτικός τομέας δείχνει αδιαφορία για επενδύσεις στην Ελλάδα. Οι ιδιωτικοποιημένες πλέον τέως ΔΕΚΟ είναι αυτές που πρωτοστατούν σε επενδύσεις σε ξένες χώρες. Με την απουσία του κράτους και των μεγάλων επιχειρήσεων από την επενδυτική δραστηριότητα είναι δυνατόν να στηρίξουμε την ανάπτυξη σε επενδύσεις ενός ή ενάμισι εκατομμυρίου ευρώ; Γιατί λοιπόν πανηγυρίζει η ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας; Δεν γνωρίζει ότι η ανάπτυξη αργεί να έρθει με τη «λιανική» επενδυτική δραστηριότητα; Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, η αισθητή μείωση της ανεργίας, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και η προώθηση των εξαγωγών έρχονται με γενναίες επενδύσεις και μάλιστα ταχύρυθμης ολοκλήρωσης.
Ας δούμε όμως και τα επενδυτικά πλάνα ορισμένων τέως ΔΕΚΟ που άλλοτε πρωτοστατούσαν στον επενδυτικό τομέα. Και εννοούμε τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ και την (τέως) «μεγάλη φίλη» μας, την Εθνική Τράπεζα. Ας ξεκινήσουμε από την τελευταία. Η Εθνική έδιωξε με εθελουσία έξοδο 1.500 υπαλλήλους και θα προσλάβει 452 νέους. Δηλαδή κατάργησε 1.048 θέσεις εργασίας για να αυξήσει την κερδοφορία της προφανώς και να αποκτήσει μεγαλύτερη επενδυτική ευχέρεια. Τροφοδότησε συνεπώς και η Εθνική Τράπεζα την ανεργία. Στον αντίποδα, οι δύο μικρές τράπεζες που παραμένουν ακόμη στα χέρια του κράτους, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και η Τράπεζα Αττικής, προτίθενται να προχωρήσουν σε προσλήψεις 350 και 70 νέων υπαλλήλων αντίστοιχα, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. (Η απορία μας είναι γιατί δεν χορηγούνται άδειες ίδρυσης νέων υποκαταστημάτων στις δύο αυτές αμιγώς δημόσιες τράπεζες, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τις ιδιωτικές). Η Εθνική έχει καταρτίσει τριετές σχέδιο (2005-2007) που προβλέπει επενδύσεις ύψους αρκετών εκατομμυρίων ευρώ για εξαγορές τραπεζών και επιχειρήσεων στο εξωτερικό και γενικά για αναζήτηση ευκαιριών σε αγορές που εμφανίζουν ευοίωνες προοπτικές κερδοφορίας. Άρα στην Ελλάδα μείωση των θέσεων εργασίας, εξαγωγή ελληνικών κεφαλαίων και επενδύσεις στις βαλκανικές χώρες. Αυτή είναι η συμμετοχή της Εθνικής στην αναπτυξιακή μας προσπάθεια; Και σημειώνουμε ότι η «μεγάλη φίλη» μας έχει ακόμη διοίκηση διορισμένη από το κράτος. Και οι ιδιωτικές τράπεζες ακολουθούν την πολιτική της επέκτασής τους στις βαλκανικές χώρες. Για παράδειγμα, η Alpha Bank πρόσφατα αγόρασε τράπεζα στη Σερβία και η ταχύτατα ανερχόμενη Τράπεζα Πειραιώς πριν από έναν μήνα υπέβαλε πρόταση εξαγοράς αιγυπτιακής τράπεζας.
Ας δούμε τώρα και τα επενδυτικά πλάνα της ΔΕΗ. Βασική επιδίωξη των σχεδίων της είναι η επέκταση σε ξένες αγορές. Τα επενδυτικά της σχέδια «αγκαλιάζουν» όλες σχεδόν τις γειτονικές μας χώρες. Η υλοποίησή τους έχει αρχίσει από τις αρχές της φετινής χρονιάς με την εξαγορά του σταθμού εξόρυξης λιγνίτη Boro Dol στη Βουλγαρία. Είναι πραγματικά μια επιτυχημένη αγορά, καθώς εξασφαλίζει στη ΔΕΗ πρώτη ύλη για παραγωγή ενέργειας, όπως βάσιμα ισχυρίζονται κορυφαία στελέχη της. Οι ενέργειες της διοίκησης της ΔΕΗ αποβλέπουν στο να εξασφαλίσει λιγνίτη για να μπορέσει να περιορίσει την κατανάλωση πετρελαίου. Η επιχείρηση δεν έχει προγραμματίσει, για φέτος τουλάχιστον, επενδύσεις στην Ελλάδα. Στα πρώτα χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η ΔΕΗ ήταν πρωτοπόρος στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας μας και κατάφερε τον άθλο του εξηλεκτρισμού και του τελευταίου ελληνικού χωριού. Πολλά οφείλουμε στη ΔΕΗ, τώρα όμως… έβαλε πλώρη για ξένα λιμάνια. Έφυγε πλέον από την εξάρτηση από το κράτος, παρά το γεγονός ότι η διοίκησή της ορίζεται από την κυβέρνηση.
Ο ΟΤΕ έχει τραυματικές εμπειρίες από το επενδυτικό άνοιγμα που έκανε προ ετών σε ξένες χώρες και τις αρκετά σημαντικές ζημιές που υπέστη από τον ενθουσιασμό των τέως διοικήσεών του να καταστήσουν τον Οργανισμό πολυεθνική επιχείρηση. Ο ΟΤΕ μαζί με τη θυγατρική του COSMOTE δεν έχουν πλάνα για επενδύσεις σε ξένες χώρες, προς το παρόν τουλάχιστον. Όπως δηλώνουν κορυφαία στελέχη της, το ενδιαφέρον της επιχείρησης εστιάζεται στην ελληνική αγορά. Και οι δύο αυτές ισχυρότατες οικονομικά και τεχνολογικά επιχειρήσεις συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στην παραγωγή νέων προϊόντων, τα οποία θα προσπαθήσουν να καταστήσουν και εξαγώγιμα. Αν τα καταφέρουν, το όφελος για την οικονομία μας θα είναι σημαντικότατο. Και μετά την ουσιώδη αναβάθμιση των προσφερομένων υπηρεσιών ο ΟΤΕ επιχειρεί και δεύτερο άλμα με την προσπάθεια παραγωγής νέων προϊόντων. Πορεία καθαρά ελληνική. Σύμμαχος στην αναπτυξιακή προσπάθεια.
Γενικά τόσο οι κρατικές όσο και οι ιδιωτικές μεγάλες επιχειρήσεις (τραπεζικές, βιομηχανικές, παραγωγής υπηρεσιών, εμπορικές κ.λπ.) αποβλέπουν στην επέκτασή τους στα Βαλκάνια και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, σε χώρες δηλαδή που η παραγωγική τους μηχανή βρίσκεται ακόμη σε χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο και ο ανταγωνισμός εκεί είναι σχεδόν ανύπαρκτος προς το παρόν. Επιπλέον, στις χώρες αυτές βρίσκουν και φτηνό εργατικό δυναμικό και ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση που σημαίνουν και υψηλή κερδοφορία.
Είναι αναμενόμενο, με την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, τα επενδυτικά κεφάλαια, έξω και μακριά από συναισθηματισμούς και εθνικούς οραματισμούς, να επιδιώκουν να τοποθετηθούν σε χώρες που υπόσχονται υψηλή κερδοφορία. Η Ελλάδα δεν είναι από τις χώρες αυτές, ούτε μπορεί να καταστεί τέτοια, οσαδήποτε επενδυτικά κίνητρα και αν θεσπίσει. Η κινητροδότηση, όπως την ονόμασε ο πρωθυπουργός, δεν μπορεί να φτάσει στην τόσο χαμηλή φορολόγηση, στη μείωση των μισθών και ημερομισθίων στο 1/3 των σημερινών, στην εξάλειψη των κεκτημένων δικαιωμάτων των εργαζομένων και στην πλήρη ασυδοσία στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Και αν η κυβέρνηση έχει στον νου της ένα τέτοιο εύρος κινητροδότησης, πράγμα που δεν μπορούμε να το φανταστούμε, δεν θα μπορέσει να το υλοποιήσει και απλώς θα προκαλέσει ισχυρότατους κραδασμούς στην ελληνική κοινωνία με απρόβλεπτες συνέπειες. Είμαστε βέβαιοι ότι μια τέτοια αναστάτωση δεν θα την επιχειρήσει η κυβέρνηση. Με αυτά τα δεδομένα η δική μας απορία είναι πώς μπορούμε να προσελκύσουμε ξένα κεφάλαια στην Ελλάδα, όταν αδυνατούμε να πείσουμε τα δικά μας να τοποθετηθούν στη δική μας οικονομία.
Δύσκολο το εγχείρημα της προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, αλλά και ελληνικών, παρά την προσπάθεια για κινητροδότηση και παρά τις συχνές επισκέψεις του κ. Αλογοσκούφη στις πλούσιες χώρες για «ψάρεμα» νέων ξένων επενδύσεων. Η τωρινή οικονομική συγκυρία δεν βοηθάει την Ελλάδα στην προσπάθεια αυτή.
Οξύτατος ανταγωνισμός αναπτύσσεται στον τομέα της προσέλκυσης επενδύσεων. Και αυτόν τον ανταγωνισμό δεν μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε. Έπρεπε προ πολλού να είχαμε μεριμνήσει για την προσέλκυση νέων επενδύσεων από ντόπια και ξένα κεφάλαια. Τότε ενθαρρύναμε τους επενδυτές να τοποθετούν τα κεφάλαιά τους στο χρηματιστήριο, στους πιστωτικούς τίτλους του Δημοσίου και στις γειτονικές μας χώρες. Τώρα κινδυνεύουμε από επενδυτική άπνοια, από βιομηχανική παρακμή (ο όγκος της βιομηχανικής μας παραγωγής μειώνεται συνεχώς) και από αναπτυξιακή λιτότητα. Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει ικανά περιθώρια ανάπτυξης, που όμως δεν είναι σε θέση να τα αξιοποιήσει λόγω επενδυτικής άπνοιας.
Εδώ ακριβώς αρχίζει ο αναπτυξιακός ρόλος του κράτους, των μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων και οργανισμών και των κρατικών τραπεζών. Εμείς, όμως, ούτε κράτος με ισχυρή δημοσιονομική θέση έχουμε και τις ισχυρές ΔΕΚΟ τις πουλήσαμε και το τραπεζικό σύστημα ξέφυγε πλέον από τον έλεγχο του κράτους.
Το ζητούμενο είναι μήπως μπορούμε να φτιάξουμε το δικό μας αναπτυξιακό μοντέλο, «προσγειωμένο» στη σημερινή συγκυρία και κόντρα σε καθιερωμένες αρχές, όπως με επιτυχία πορεύεται σήμερα η ταχύτατα αναπτυσσόμενη οικονομία της Κίνας που έθεσε στο περιθώριο βασικές αρχές της «κονσερβοποιημένης» αναπτυξιακής πολιτικής. Αλλά για το «κινεζικό πείραμα» και τα καθ’ ημάς θα μιλήσουμε την επόμενη Κυριακή.