Οι αλήθειες του “όχι”…

Μια μεθοδικότερη και πιο αναλυτική προσέγγιση του αποτελέσματος των δημοψηφισμάτων στη Γαλλία και στην Ολλανδία, για το αποκαλούμενο Ευρωσύνταγμα, επαναφέρει στο προσκήνιο μια σειρά προβληματισμών και θεωρητικών προσεγγίσεων που θεωρήθηκαν ξεπερασμένες και «άχρηστες» εν ονόματι των νομοτελειών που προσπαθεί να επιβάλλει ο νεοφιλελεύθερος μονόδρομος της «ενιαίας σκέψης» σε ολόκληρη την Ευρώπη και στην παγκόσμια κοινότητα.
1) Πρώτο δίδαγμα: Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν συνιστούν «αταξικούς παραδείσους».

Οι μηχανισμοί του ανταγωνισμού της αγοράς ενέτειναν την ανισοκατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, κατέστρεψαν ολόκληρους τομείς της παραγωγικής δραστηριότητας, οδήγησαν μεγάλες κοινωνικές ομάδες στο περιθώριο. Οι αγρότες, οι εργάτες, τα μεσαία στρώματα, οι νέοι ψήφισαν με συντριπτικά ποσοστά υπέρ του «όχι» στη Γαλλία.

Οι παραγωγικά εργαζόμενοι περιθωριοποιούνται, οι νέοι δεν έχουν προοπτική. Και οι μεγαλύτερες ηλικίες συμβιβάζονται για να αποφύγουν τα χειρότερα…
Ποιοι επωφελούνται; Όσοι προσπορίζονται τα κέρδη του νεοφιλελεύθερου «εγχειρήματος», τα διευθυντικά στελέχη, οι οικονομικές ελίτ, τα γραφειοκρατικά στρώματα και μια φθαρμένη πολιτική τάξη που στηρίζει την ύπαρξη και την προοπτική της στην εύνοια των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και του ηγήτορα της «νέας τάξης πραγμάτων».

Όλοι αυτοί, έχοντας τον απόλυτο έλεγχο των ΜΜΕ, συγκροτούν ένα «κέλυφος συμφερόντων» που, κατά περίπτωσιν, είτε εξαπατά είτε τρομοκρατεί τις ευρωπαϊκές κοινωνίες προκειμένου να διασφαλίσει την ανοχή τους.
2) Δεύτερο δίδαγμα: Τα πολιτικά συστήματα και τα κόμματα οδηγούνται σε βαθύτατη κρίση και απαξιώνονται σε ολόκληρο σχεδόν το εύρος του πολιτικού «φάσματος». Η κρίση στο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας είναι ίσως χειρότερη από αυτήν του κόμματος του Προέδρου Σιράκ. Οι κοινωνικές αντιθέσεις μεταφέρονται αυτούσιες σχεδόν στο εσωτερικό των κομμάτων της διακυβέρνησης και τα αποσυνθέτουν.

Τα κόμματα της διακυβέρνησης όχι μόνο είναι ανίκανα να διαχειρισθούν τις συνέπειες του οικονομικού μοντέλου της αγοράς, αλλά αδυνατούν να «ενοποιήσουν» το κοινωνικό-εκλογικό «σώμα» στο οποίο απευθύνονται.

Στη Γερμανία ο κ. Σρέντερ προτείνει κοινή κυβέρνηση με τους χριστιανοδημοκράτες. Γιατί πράγματι μια «σύγχρονη» μορφή διακυβέρνησης, που διαχειρίζεται το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, χρειάζεται και αριστερό και δεξιό «δεκανίκι», προκειμένου να εξασφαλίσει -έστω και- την ανοχή των πολιτών.
Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, όμως, βγαίνουν από το τέλμα της παθητικότητας. Αίρουν την εμπιστοσύνη τους στα κόμματα και τους πολιτικούς. Η κοινωνία των πολιτών-ιδιωτών δείχνει ότι μπορεί να μετασχηματισθεί σε μια πολιτική κοινωνία ικανή να διεκδικήσει και να προωθήσει τους στόχους της.

Το δίλημμα είναι σαφές: Ή τα κόμματα θα επανασυνδεθούν με τις ανάγκες και τα οράματα της κοινωνίας ή θα ενσωματωθούν ολοκληρωτικά στο πλέγμα των οικονομικών συμφερόντων.
Πράγματι, λοιπόν, τα θέματα που εγείρονται αγγίζουν το ίδιο το μέλλον της πολιτικής δημοκρατίας και των θεσμών της.
3) Τρίτο δίδαγμα: Σε κοινωνίες που χάνουν τη συνοχή τους, όπου επικρατούν η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα για το αύριο, αναπτύσσονται διαφόρων τύπων ανορθολογισμοί και προκαταλήψεις. Όντως στον ευρωπαϊκό χώρο ενυπάρχουν ρατσιστικά φαινόμενα, φασίζουσες εκδηλώσεις και απόψεις, θρησκευτικές προκαταλήψεις.

Όμως ένα πολιτικό σύστημα σε κρίση, που δεν μπορεί να εκφράσει τις κοινωνικές ανάγκες και να διασφαλίσει την κοινωνική συνοχή, δεν μπορεί να ενσωματώσει τους ανορθολογισμούς αυτούς, πολύ περισσότερο που οι αντικοινωνικές «αξίες» της αγοράς έχουν παραμερίσει κάθε ηθικό-λογικό πλαίσιο. Γι’ αυτό και ο Λεπέν μπορεί να «εισπράττει» εκλογικά την κοινωνική διαμαρτυρία των ανέργων στις περιοχές της ΝΑ Γαλλίας, όπου κλείνουν τα εργοστάσια, ερμηνεύοντας τις ψήφους αυτές με βάση τις δικές του ιδεολογικές αντιλήψεις.

Κι όμως αυτή η ψήφος δεν αποτελεί παρά στρεβλή έκφραση μιας γνήσιας κοινωνικής ανάγκης.
4) Τέταρτο δίδγαμα: Το δίλημμα ατλαντισμός ή ευρωπαϊσμός δεν λύνεται υπέρ μιας αυτόνομης Ευρώπης.

Πρώτον, γιατί το νεοφιλελεύθερο οικονομικό πρότυπο και η συνακόλουθη δημοσιονομική «ασφυξία» καθηλώνουν εγγενώς την ανάπτυξη της Ευρώπης, όταν οι ΗΠΑ μπορούν να πετυχαίνουν υψηλούς βαθμούς ανάπτυξης, διατηρώντας ένα τεράστιο έλλειμμα στις εξωτερικές τους συναλλαγές. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να επιβιώσει η Ευρώπη μέσω του ανταγωνισμού σε αυτό το επίπεδο.

Δεύτερον, γιατί, όπως στο Ευρωσύνταγμα καθορίζεται, το ΝΑΤΟ και η ατλαντική στρατηγική θα επιβάλλουν εσαεί τους στόχους τους στην Ευρώπη. Πολλές χώρες της Ευρώπης, ιδιαίτερα οι πρόσφατα εισελθούσες από τον πρώην ανατολικό συνασπισμό υιοθετούν τις στρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ, τυχόν δε είσοδος της Τουρκίας θα επιφέρει το τελικό «πλήγμα».

Υπάρχει, άλλωστε, πέραν των επισημάνσεων αυτών ένα ξεκάθαρο ιστορικό δίδαγμα: Όταν μια οικονομική «οντότητα» είναι εξαρτημένη και καθηλωμένη, τότε και η πολιτική και η στρατιωτική της κυριαρχία τελεί υπό την «εποπτεία» του ισχυρού…
Ποια είναι, όμως, η προοπτική μετά την «έγερση» της πολιτικής συνείδησης των ευρωπαίων πολιτών; Ασφαλώς οι άρχουσες ελίτ δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν τη «μάχη». Σε μια πρώτη φάση επιχείρησαν να «διασκεδάσουν» το περιεχόμενο της πολιτικής αντίθεσης που εκφράστηκε με το «όχι», χωρίς όμως επιτυχία.

Σε μια δεύτερη φάση, που ξεκινά από την προσεχή Σύνοδο των Βρυξελλών, θα επιχειρήσουν να ενσωματώσουν την κοινωνική διαμαρτυρία μέσω υποσχέσεων για ενίσχυση των κοινωνικών πολιτικών και για «αποτελεσματική» αντιμετώπιση της ανεργίας…
Όμως από τον διάλογο και τα επιχειρήματα που έχουν αναπτυχθεί και γίνονται «κτήμα» των ευρωπαίων πολιτών γίνεται φανερό ότι έχουν πληγεί καίρια, στρατηγικής μορφής, περιεχόμενα του Ευρωσυντάγματος. Στην ουσία αυτό έχει ακυρωθεί ως περιεχόμενο στη συνείδηση των πολιτών και περιφέρεται και επιδεικνύεται ως διακήρυξη αρχών, οι οποίες όμως ακυρώνονται από τις διατάξεις του.

Το ιστορικό ερώτημα είναι εάν αυτή η διαμαρτυρία και η «έγερση της συνείδησης» των πολιτών θα μετατραπεί σε πολιτικό ρεύμα, με συλλογική παρουσία και δράση και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Κι αυτό το πολιτικό ρεύμα πρέπει να κλονίσει την πολιτική τάξη, τα κόμματα και τις κυβερνήσεις. Γιατί μόνο αν κατανοήσει η τάξη αυτή ότι διακυβεύεται η ίδια της η επιβίωση, μπορεί να «αναγνωρίσει» ότι πέραν της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας υπάρχουν οι ευρωπαίοι πολίτες και οι ευρωπαϊκοί λαοί.


Σχολιάστε εδώ