Καταψηφισμένο Σύνταγμα πολυτελείας
Η Γαλλία και η Ολλανδία, δύο από τις ιδρυτικές χώρες-μέλη (οι άλλες είναι η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ιταλία και το Λουξεμβούργο) της ΕΕ (Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ήδη από το 1957 και Ένωσης για τον Άνθρακα και τον Χάλυβα από το 1953), καταψήφισαν με σαφή τρόπο και μεγάλη διαφορά την υιοθέτηση ευρωπαϊκού καταστατικού χάρτη, που απέβλεπε στην περαιτέρω «συνεννόηση» της Ευρώπης αλλά και στην επικυριαρχία αυτού του χάρτη πάνω στα επιμέρους Συντάγματα των χωρών-μελών.
Υπενθυμίζουμε ότι, για να ισχύσει το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, πρέπει να επικυρωθεί και από τις 25 χώρες-μέλη της ΕΕ (άλλες αποφασίζουν με δημοψήφισμα, άλλες μέσω των Κοινοβουλίων τους, όπως η Ελλάδα), αλλιώς το Σύνταγμα αποσύρεται και αναζητούνται άλλες λύσεις.
Υπάρχουν εδώ δύο ενδιαφέροντα σημεία στα οποία πρέπει να σταθούμε:
• Το πρώτο έχει να κάνει με τη συνεχή διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που εξ αποτελέσματος απομακρύνει την προοπτική μιας πραγματικά ενωμένης Ευρώπης και ωθεί στην κατεύθυνση ενίσχυσης της προοπτικής μιας μεγάλης ελεύθερης κοινής αγοράς. Κάτι που κυρίως επιθυμεί η Βρετανία και φυσικά οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Συγχρόνως, αυτή η λύση βολεύει όλες εκείνες τις χώρες που έχουν την οικονομική διάσταση και υπόσταση της Ευρώπης ως πρώτο σημείο αναφοράς, ενώ δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για περαιτέρω προσεγγίσεις. Ταυτοχρόνως, η συνεχής διεύρυνση δημιουργεί σημαντικά προβλήματα οικονομικής, πολιτισμικής και κοινωνικής ταυτότητας σε πολλές χώρες. Για παράδειγμα, η Γαλλία και η Γερμανία δεν θέλουν την πλήρη ένταξη της Τουρκίας, φοβούμενες ότι οι οικονομίες τους θα υποστούν ισχυρά πλήγματα από την ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων, που σημαίνει μαζική μετανάστευση Τούρκων σε βιομηχανικές χώρες (και η Τουρκία των 65-70 εκατ. ανέτως διακινεί περί τα 20 εκατ. εργαζομένων), κάτι που επίσης δεν θέλουν η Ολλανδία και το Βέλγιο.
Η Ελλάδα μπορεί να επιθυμεί (πλέον) την πλήρη και ισότιμη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, εκτιμώντας ότι έτσι θα αλλάξει και η επεκτατική πολιτική της εις βάρος (και) της χώρας μας, αλλά οι ευρωπαίοι εταίροι δεν ενθουσιάζονται στην ιδέα μιας μαζικής εισόδου εργαζομένων, με διαφορετικά μάλιστα πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
• Το δεύτερο σημείο έχει να κάνει με αυτή καθαυτή την ταυτότητα της ΕΕ. Σε καμία περίπτωση η Ενωμένη Ευρώπη των 25 (και λίγο πριν των 15 και νωρίτερα των 12) δεν έχει αποδείξει ότι μπορεί να συγκροτήσει κοινή πολιτική σε τομείς μείζονος σημασίας για τους πολίτες των χωρών που την απαρτίζουν. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική, η συμφωνία για τις τιμές του βαμβακιού, του καπνού και της πατάτας, μπορεί να είναι ένας τρόπος συνεννόησης των χωρών-μελών. Δεν αρκεί όμως για να πείσει τους πολίτες των χωρών-μελών ότι είμαστε έτοιμοι για μια ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, κάτι που φαινόταν να επιδιώκεται από το ευρωπαϊκό Σύνταγμα.
Η υιοθέτηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος ήταν επίσης ένας τρόπος συνεννόησης και ευκολότερης συναλλαγής, μια μέθοδος, δηλαδή, για την επίτευξη κάποιου στόχου. Όμως ο στόχος έλειπε και κάθε προσπάθεια που γινόταν για να περιγραφεί έμενε ανεπαρκής ή ημιτελής, στον βαθμό που δεν δινόταν καμία πειστική απάντηση για το ποια είναι τα κοινά εθνικά συμφέροντα των χωρών-μελών. Είναι σαν την πολιτική του κ. Σημίτη, που επειδή δεν είχε πραγματικό όραμα είχε αναδείξει σε όραμα τον εκσυγχρονισμό, ενώ δεν ήταν παρά μια μέθοδος διακυβέρνησης, σε όραμα τη σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες, ενώ δεν ήταν παρά προϋπόθεση ένταξης στον μηχανισμό της ΟΝΕ (Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση) και στο ευρώ.
Όταν επιτεύχθηκαν τα «οράματα», αποδείχθηκε ότι ήσαν μόνο μέθοδοι συνύπαρξης και μηχανιστικές λογικές, ενώ έλειπε παντελώς ο πραγματικά ενοποιητικός στόχος των κοινών αναφορών μεταξύ των (τότε) 15 χωρών-μελών. Όσο οι λαοί της Ευρώπης δεν βλέπουν πως μπορεί να υπάρξει Κοινή Εξωτερική Πολιτική (και δεν μπορεί επειδή τα εθνικά συμφέροντα των 25 σήμερα χωρών-μελών δεν συμπίπτουν ή τουλάχιστον δεν συναντώνται σε βασικά σημεία υπεράσπισης) δεν πρόκειται να πεισθούν για τη χρησιμότητα της περαιτέρω σύσφιξης των σχέσεων των χωρών μεταξύ τους.
Έτσι, μαθηματικά ο στόχος της ομοσπονδιακής Ευρώπης, των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, απομακρύνεται. Πιο κοντά και πιο εφικτός μοιάζει ο στόχος της οικοδόμησης μιας Ενωμένης Ευρώπης διαφορετικών ταχυτήτων (κάτι που συμβαίνει εξ ορισμού, ενώ το αντίθετο θα ήταν ουτοπικό και μηχανιστικό), που θα προσδιορίζει τις δράσεις της ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε χώρας, αλλά και τις δυνατότητες προσφοράς της στην ΕΕ.
Είναι προφανές ότι, για να αποκτήσει υπερεθνική οντότητα μέσω της
απόκτησης Συντάγματος ένα σχήμα που αποτελείται από ανεξάρτητες και κυρίαρχες χώρες, πρέπει οι χώρες αυτές να εκχωρήσουν μέρος της κυριαρχίας τους στη νέα υπερεθνική οντότητα. Κάτι για το οποίο κανείς δεν είναι έτοιμος. Και είναι άγνωστο αν ποτέ θα είναι.