Επικαιρότητα
1 Μη νομίζετε ότι μόνο στην Ελλάδα λαμβάνονται μέτρα εναντίον των μισθωτών. Στην Πορτογαλία τα πράγματα είναι χειρότερα. Στις εκλογές που έγιναν τον περασμένο Φεβρουάριο, το δεξιό κόμμα του κ. Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο καταψηφίστηκε και ο φιλοαμερικανός Μπαρόζο βρήκε καταφύγιο στην ΕΕ και εξελέγη Πρόεδρος της Κομισιόν. Από το 2001 η δεξιά κυβέρνηση Μπαρόζο είχε παγώσει τους μισθούς, είχε καταργήσει ορισμένες φοροαπαλλαγές που είχαν θεσπισθεί υπέρ του χαμηλού εισοδήματος φορολογουμένων (όπως π.χ. η φοροαπαλλαγή για την αγορά πρώτης κατοικίας), είχε περιορίσει τις δημόσιες δαπάνες και νεκρώθηκαν τα δημόσια έργα, είχε αυξήσει τον ΦΠΑ από 17% σε 19% και είχαν οργιάσει οι ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων. Έτσι, εισέπραξε μια μεγαλοπρεπή ήττα στις εκλογές. Στο μεταξύ άφησε και έλλειμμα 6,8% του ΑΕΠ. Τις εκλογές κέρδισε το Σοσιαλιστικό Κόμμα και πρωθυπουργός ανέλαβε ο σοσιαλιστής Ζοζέ Σόκρατες, που συνέχισε την πολιτική της προηγούμενης δεξιάς κυβέρνησης. Ο ΦΠΑ ανέβηκε από 19% σε 21% (δύο δύο τα σκαλιά), η ακρίβεια οργιάζει, πάγωσε τις αυξήσεις μισθών και σταμάτησε τις προαγωγές των δημοσίων υπαλλήλων. Ανέβασε τα όρια συνταξιοδότησης από τα 60 στα 65 χρόνια, αύξησε τη φορολογία εισοδήματος και θέσπισε νέους φόρους στα καύσιμα και στα τσιγάρα, ενώ προεκλογικά είχε υποσχεθεί ότι δεν θα επιβληθούν νέοι φόροι. Έτσι οι παραδοσιακά καλές σχέσεις των συνδικάτων με τα σοσιαλιστικά κόμματα διαταράχθηκαν. Τα συνδικάτα στην Πορτογαλία ξεσπάθωσαν εναντίον της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Ζοζέ Σόκρατες, χωρίς να του δώσουν καμία περίοδο ανοχής και πίστωσης χρόνου. Και ο γ.γ. της Ομοσπονδίας Εργαζομένων Καρβάλιο Ντα Σίλβα δήλωσε ότι «οι εργαζόμενοι είναι οι αποδιοπομπαίοι τράγοι αυτών των μέτρων» και κήρυξε γενική απεργία για τις 17 Ιουνίου. Βλέπουμε ότι η πολιτική του διωγμού των εργαζομένων δεν εφαρμόζεται μόνο στην Ελλάδα, είναι γενικευμένη πρακτική. Και όχι μόνο στην ΕΕ. Η συνταγή είναι ίδια και έχει τις ρίζες της στις απολιθωμένες αντιλήψεις της νεοφιλελεύθερης θεωρίας και πρακτικής και στις υποδείξεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αυτή η συνταγή έφερε την εξαθλίωση στους λαούς της Νότιας Αμερικής και επιδιώκει τώρα να οδηγήσει στον ίδιο δρόμο και τους λαούς της Ευρώπης. Ίσως το «όχι» της Γαλλίας σταματήσει τον κατήφορο.
2 Ο «Economist», σε μια παρουσίαση της σημερινής πολιτικής κατάστασης της Ιταλίας, μάς υπενθυμίζει ότι στα μεταπολεμικά χρόνια ο πολυκομματισμός στη γειτονική μας χώρα ανεβοκατέβαζε κυβερνήσεις κάθε 3-4 μήνες. Και αυτό διήρκεσε μέχρι σχεδόν τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Τότε έγινε η αναθεώρηση της εκλογικής νομοθεσίας για να καταστεί δυνατή η δημιουργία δύο ισχυρών κομμάτων εξουσίας, που να εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση της χώρας, όπως συμβαίνει και στις περισσότερες δημοκρατικές χώρες. Το άρθρο μάς μιλάει για μια «σταθερή δικομματική Δημοκρατία», την οποία και φαίνεται να ευνοεί ο αρθρογράφος της, με δύο ισχυρά κόμματα να κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή. Το ένα της κεντροδεξιάς και το άλλο της κεντροαριστεράς, που θα εναλλάσσονται στην εξουσία ανάλογα με την προτίμηση των ψηφοφόρων. Το μοντέλο αυτό διακυβέρνησης πολλοί το εκθειάζουν και οι λαοί φαίνεται να το προτιμούν, καθώς συσπειρώνονται γύρω από δύο μόνο κόμματα, τα οποία με τη λαϊκή ψήφο κυριαρχούν. Τα υπόλοιπα μικρά κόμματα απλώς καταφέρνουν να επιβιώνουν κατέχοντας μερικές έδρες στα κοινοβούλια. Όμως, τροφοδοτούν με ιδέες και με στελέχη τα δύο κόμματα εξουσίας και πάντα με το δόλωμα της προσφοράς κάποιου κυβερνητικού ή άλλου αξιώματος. Με τον δικομματισμό φυσικά αποκτάμε σταθερή διακυβέρνηση. Αποκτάμε όμως και Δημοκρατία; Σταθερή διακυβέρνηση και Δημοκρατία δεν συνοδοιπορούν πάντα. Γιατί και στα δικτατορικά καθεστώτα, τα φανερά ή συγκαλυμμένα (μονοκομματικής «Δημοκρατίας»), έχουμε σταθερή διακυβέρνηση, δεν έχουμε όμως Δημοκρατία. Το κατεστημένο πάντα προτιμά να υπάρχουν μόνο δύο ισχυρά κόμματα στην πολιτική σκηνή, καθώς είναι ευκολότερο να τα υποδουλώνει και να τα κατευθύνει, ενώ τα πολλά κόμματα είναι απείρως δυσκολότερο να τα διαφεντεύει. Και επιτρέπει στα δύο ισχυρά κόμματα που στηρίζει, να έχουν μικροδιαφορές για λόγους ανταγωνισμού και παραπλάνησης των ψηφοφόρων. Στις βασικές επιλογές τους όμως πρέπει να συμφωνούν. Και όποιο κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση να ασκεί πολιτική σύμφωνη με τις επιδιώξεις εκείνων που στηρίζουν τον δικομματισμό. Πάρτε για παράδειγμα τις ΗΠΑ. Ασήμαντες οι διαφορές μεταξύ Ρεπουμπλικανικού και Δημοκρατικού κόμματος. Το ίδιο και στη Βρετανία ή στη Γερμανία και όπου αλλού κυριαρχεί ο δικομματισμός. Στην Ελλάδα, ποιες είναι οι βασικές διαφορές μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ; Φραστικές, ενώ στα κύρια προβλήματα απόλυτη ταύτιση. Ε, αυτό δεν μπορεί να ονομαστεί Δημοκρατία. Είναι εκτροπή από το δημοκρατικό πολίτευμα.
3 Όλοι γνωρίζουμε ότι το… ευγενές όραμα του Προέδρου Μπους και των «γερακιών» της Ουάσινγκτον είναι η εξάπλωση της Δημοκρατίας σε όλα τα κράτη της Μέσης Ανατολής και κυρίως σε όσα βρίσκονται κοντά στην Κίνα και στη Ρωσία και σε όσα διαθέτουν αξιόλογη παραγωγή πετρελαίου. Έτσι έχουν μπει στο στόχαστρο του Μπους και της παρέας του, που ρυθμίζουν τις τύχες αυτού του πλανήτη, το Ιράν και η Συρία. Η Συρία είναι ένα αδύναμο κράτος, οικονομικά και στρατιωτικά, και συνεπώς εύκολη λεία για την πανίσχυρη στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Στο Ιράν τα πράγματα είναι δυσκολότερα. Έχει πολιτικά στηρίγματα στην περιοχή (Κίνα), είναι οικονομικά ισχυρό λόγω πετρελαίων και αγωνίζεται να αποκτήσει και ισχυρή πολεμική μηχανή. Φυσικά η Ουάσινγκτον επιδιώκει να επιβάλει στα κράτη της Μ. Ανατολής «Δημοκρατία τύπου Ιράκ», δηλαδή δημοκρατία υπό αμερικανική κατοχή και με το φιλοαμερικανικό κόμμα να κερδίζει πάντα στις εκλογές. Επειδή όμως οι λαοί δεν ρυμουλκούνται τόσο εύκολα όσο νομίζει η σημερινή ηγεσία των ΗΠΑ (όπως έδειξε παλαιότερα η κατοχή του Βιετνάμ και σήμερα του Ιράκ), ο Μπους έχει μπερδευτεί. Πάντως ο υπουργός Εξωτερικών της Συρίας Φαρούκ Αλ Σάρια δήλωσε ότι ελπίζει «πως η αμερικανική κυβέρνηση θα εξαντλήσει τις προσπάθειές της για μια δίκαιη και βιώσιμη ειρήνη στη Μέση Ανατολή και η οικοδόμηση της Δημοκρατίας δεν μπορεί να είναι ρεαλιστική πολιτική υπό συνθήκες κατοχής». Κατοχή ξένων στρατευμάτων και πραγματική Δημοκρατία είναι ασυμβίβαστα και αδιανόητα για κάθε εχέφρονα. Μόνο οι ανά την υφήλιο ΗΠΑσπιστές, πολιτικοί και δημοσιογράφοι ή δημοσιογραφούντες «ειδικοί», μπορούν να δέχονται τέτοιου είδους στρέβλωση της αληθινής έννοιας της Δημοκρατίας. Πάντως η παραπάνω δήλωση του υπουργού Εξωτερικών της Συρίας είναι ένα καλό μάθημα για τον Μπους και τους απανταχού ΗΠΑσπιστές. Ένα μάθημα από υπουργό μιας μικρής αλλά υπερήφανης χώρας. Πόσοι άραγε «ηγέτες» θα μπορούσαν να δώσουν τέτοια μαθήματα;