Αριστερή στροφή στη Λατινική Αμερική
Το πιο πρόσφατο κρούσμα όχι απλώς αμφισβήτησης, αλλά …βεβήλωσης των ιερών και οσίων του νεοφιλελευθερισμού, ήρθε από τη Βολιβία. Η κυβέρνηση του Προέδρου Μέσα, που ανέλαβε την εξουσία το 2003 μετά από μια πολυήμερη και αιματηρή εξέγερση που στοίχισε τη ζωή 60 διαδηλωτών, επέβαλε στις ξένες επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται τους ενεργειακούς πόρους της χώρας επιπλέον φόρους ύψους 32%! Στις πολυεθνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη φτωχότερη χώρα της Λατινικής Αμερικής περιλαμβάνονται μεγαθήρια όπως η ισπανική Ρεπσόλ, η γαλλική Τοτάλ, η Μπρίτις Γκαζ και πολλές άλλες. Οι επενδύσεις που έχουν κάνει τα τελευταία 15 χρόνια εκτιμώνται σε 3,5 δισ. δολάρια, ενώ ήδη πληρώνουν δικαιώματα εκμετάλλευσης που ανέρχονται στο 18% της αξίας κοιτασμάτων που αντλούν. Η σημασία της απόφασης που έλαβε η Λα Παζ, αξιοποιώντας στο έπακρο τα τεράστια περιθώρια κίνησης που της δίνει το φυσικό μονοπώλιο των ενεργειακών κοιτασμάτων, φαίνεται καλύτερα αν δούμε ότι η κυρίαρχη τάση των ημερών μας, που εφαρμόζεται από τις ΗΠΑ μέχρι και την Ελλάδα, θέλει τους φόρους που πληρώνουν οι επιχειρήσεις να ακολουθούν ελεύθερη πτώση. Θέλει επίσης τις ξένες επενδύσεις να απαλλάσσονται από κάθε υποχρέωση και θέλει γενικότερα μια πλειοδοσία παροχών προκειμένου να προσελκυσθούν οι ξένες επενδύσεις. Η κυβέρνηση του Μέσα αντίθετα επέλεξε να αυξήσει τα έσοδά της από τις ξένες επενδύσεις (κίνηση που κατά τη «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» της Τρίτης πολύ ορθά «δηλώνει ότι έχουν αλλάξει οι εποχές στην περιοχή»), ώστε άμεσα να χρηματοδοτήσει προγράμματα καταπολέμησης της φτώχειας.
Η Λατινική Αμερική όμως ανέκαθεν, πέρα από υπερεκμετάλλευση των πόρων της, είχε ως εξαγώγιμο είδος, λόγω υπεραφθονίας, τη διαφθορά και την προκλητική υποταγή των πολιτικών της στους Αμερικανούς. Στοιχεία που στα τέλη Απρίλη οδήγησαν τον πρόεδρο του Ισημερινού να εγκαταλείψει το προεδρικό μέγαρο με ελικόπτερο για να σωθεί από το εξαγριωμένο πλήθος. Η οργή των χιλιάδων συγκεντρωμένων ξεχείλισε όταν Λούτσιο Γκουτιέρες, αντί να απολογηθεί για την παραγραφή των σημαντικών κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο πρώην Πρόεδρος της χώρας ή να επανεξετάσει τη στάση του, επέλεξε να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να κατεβάσει στον δρόμο τον στρατό και τους παραστρατιωτικούς, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο διαδηλωτές. Ο νέος Πρόεδρος που ανέλαβε ξεκαθάρισε από την αρχή ότι δεν πρόκειται να ορίσει πρόωρες εκλογές. Παρ’ όλα αυτά είναι βέβαιο ότι η αγαστή συνεργασία του Ισημερινού με τις ΗΠΑ εάν δεν τερματιστεί θα διέλθει περίοδο κρίσης και η Ουάσινγκτον πλέον δεν μπορεί να θεωρεί δεδομένη τη συνεργασία του Ισημερινού ούτε στο Ιράκ, όπου είχε στείλει στρατό μαζί με πολλές ακόμη κεντροαμερικάνικες χώρες (Σαλβαδόρ, Νικαράγουα, Ονδούρα κ.λπ.), ούτε και στην Κολομβία, όπου οι Αμερικάνοι έχουν επέμβει στρατιωτικά με πρόσχημα την καταστροφή των καλλιεργειών κοκαΐνης. Αυτό ήταν τουλάχιστον το πρόσχημα για να ξεκινήσει το 2000 το «Σχέδιο Κολομβία».
Σχέδιο επέμβασης
στην Κολομβία
Ο πραγματικός λόγος της επέμβασης των ΗΠΑ, όμως, στην Κολομβία δεν είναι άλλος από την εξάρθρωση του πανίσχυρου αντάρτικου FARC που δρα στην Κολομβία από το 1960, ελέγχοντας πολύ μεγάλη έκταση της χώρας. Για το τσάκισμά του η κυβέρνηση του δεξιού Αλβάρο Ουρίμπε δεν έχει επιτρέψει μόνο στον αμερικάνικο στρατό να δρα ανεμπόδιστα στα εδάφη της, αλλά έχει εξοπλίσει και δεκάδες συμμορίες δολοφόνων. Το έργο των ταγμάτων θανάτου δεν περιορίζεται προφανώς στην αντιμετώπιση των ανταρτών. Κυρίως αφορά την κατατρομοκράτηση των χωρικών και των αριστερών στα αστικά κέντρα, ώστε να καμφθεί η αντίσταση.
Ως αποτέλεσμα της δράσης των ακροδεξιών συμμοριών στην Κολομβία το 2004 δολοφονήθηκαν 94 συνδικαλιστές, ενώ, σύμφωνα με την εφημερίδα «Γκάρντιαν Γουίκλι» (15-21 Απρίλη 2005), «από το 1990 το 90% περίπου των δολοφονιών συνδικαλιστών σε όλο τον κόσμο έχουν συμβεί στην Κολομβία». Και αν στις πόλεις έχουν δολοφονηθεί τα τελευταία 15 χρόνια 3.500 συνδικαλιστές, στην ύπαιθρο της Κολομβίας συντελείται κυριολεκτικά ένα ολοκαύτωμα, καθώς οι καταστροφές ολόκληρων χωριών από τα τάγματα θανάτου έχουν οδηγήσει 2 εκατομμύρια χωρικούς στην εσωτερική προσφυγιά και τον ΟΗΕ να μιλάει για τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική καταστροφή στο δυτικό ημισφαίριο. Επειδή όμως οι αυτουργοί είναι ειδικές δυνάμεις του αμερικάνικου στρατού ή παραστρατιωτικοί που δρουν υπό τις εντολές και την εκπαίδευσή της CIA, αυτή η ανθρωπιστική κρίση περνάει απαρατήρητη.
Οι ΗΠΑ, αντί να διδαχθούν από την ήττα τους στην Κολομβία και να συμβάλουν στην εξεύρεση μιας πολιτικής λύσης που να περιλαμβάνει και το FARC, χρησιμοποιούν την Κολομβία ως σκιάχτρο και μέσο εκβιασμών. Αυτό πράττουν, χαρακτηριστικά, με τη Βενεζουέλα. Όταν ο Πρόεδρος της χώρας Ούγκο Τσάβες άλλαξε το αμυντικό δόγμα πριν από λίγους μήνες, αναγορεύοντας τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό σε υπ’ αριθμόν ένα εθνική απειλή, και αμέσως μετά ανακοίνωσε την αγορά μαζικού οπλισμού (όπλων μάλιστα που ενδείκνυνται για μάχες μέσα στις πόλεις) από την Ισπανία, τη Ρωσία, την Κίνα και τον Καναδά, ώστε να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη στρατιωτική επέμβαση, η Ουάσινγκτον έσπευσε να τον κατηγορήσει ότι οπλίζει τους αντάρτες του FARC! Με τη στάση της όμως (αρνούμενη για παράδειγμα να αποκλείσει δημόσια σχέδια επέμβασης) επιβεβαίωσε ότι εξακολουθεί να απεργάζεται την ανατροπή του Προέδρου της Βενεζουέλας -όπως άλλωστε έπραξε τον Απρίλιο του 2002 στηρίζοντας ένα αποτυχημένο τελικά πραξικόπημα. Η επιθετικότητα των επιτελών των ΗΠΑ δεν υποκινείται μόνο από τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ο Ούγκο Τσάβες, καθώς το παράδειγμά του ωθεί σε συνεχώς πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση και τις υπόλοιπες αριστερές κυβερνήσεις της ηπείρου. Η Ουάσινγκτον επιθυμεί να υπάρχει ένα αμερικανόδουλο καθεστώς στο Καράκας, έτσι ώστε να είναι διασφαλισμένη η απρόσκοπτη ροή του πετρελαίου προς τις ΗΠΑ, καθώς από εκεί αντλείται το 14% της κατανάλωσής της.
Ο Τσάβες όμως, που (μετά την Κούβα την οποία στηρίζει πλουσιοπάροχα) είναι το πιο μαχητικά αντιαμερικανικό καθεστώς στην ήπειρο, έχει διακηρύξει δημόσια την πρόθεσή του να αλλάξει προσανατολισμό στις εξαγωγές πετρελαίου της χώρας του, στρέφοντας τη ροή τους προς την Κίνα και την Ινδία. Οπότε, εύκολα προδικάζεται ότι όσο θα μεγαλώνει ο όγκος του πετρελαίου που απορροφούν οι αναδυόμενες και ακόρεστες αγορές της Ασίας από τη Βενεζουέλα τόσο θα γίνεται πιθανότερο και το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης στη χώρα του Μπολιβάρ.
Ματαιωμένες προσδοκίες στη Βραζιλία
Ο ίδιος κίνδυνος δεν υφίσταται όμως για τη Βραζιλία του Λούλα. Η άνοδός του στην εξουσία το 2002 είχε προκαλέσει πολύ μεγάλες ανησυχίες όχι μόνο στην Ουάσινγκτον, αλλά κυρίως στη Νέα Υόρκη όπου έχουν την έδρα τους οι πιστωτές της χώρας. Κατά τους πρώτους μήνες που ήταν ο Λούλα στην εξουσία, πολλοί είχαν μιλήσει για έναν ιδεολογικό άξονα που συγκροτούσαν με τον πρωθυπουργό της Αργεντινής, Νέστορ Κίρχνερ, και ο οποίος είχε ονομαστεί «Συναίνεση του Μπουένος Άιρες» κατ’ αντιπαραβολή στη «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», όπως (με νονό τον βρετανό οικονομολόγο Τζον Γουίλιαμσον) αποκαλούνταν στην αμερικανική ήπειρο και τον αγγλοσαξονικό κόσμο το νεοφιλελεύθερο πείραμα, περιλαμβάνοντας την απελευθέρωση του εμπορίου και των δασμών, ιδιωτικοποιήσεις, μείωση φόρων, απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων κ.λπ.
Η «Συναίνεση του Μπουένος Άιρες», αντίθετα, περιελάμβανε δραστηριοποίηση του κράτους, στήριξη του εισοδήματος των φτωχών, περιορισμό στη δράση του ξένου κεφαλαίου, επαναφορά των επιδοτήσεων, υψηλούς φόρους κ.λπ. Παρότι κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για το τέλος αυτής της τόσο φιλόδοξης συναίνεσης, έχει γίνει εμφανές ότι το παράδειγμα του Λούλα όλο και περισσότερο προσομοιάζει στις ματαιωμένες προσδοκίες της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς και λιγότερο στις ηρωικές σελίδες που άνοιξε ο Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή.
Η αντεργατική μεταρρύθμιση που επέβαλε πέρυσι στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας κατ’ απαίτησιν του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η απόφασή του να ανεξαρτητοποιήσει την κεντρική τράπεζα της χώρας, η απροθυμία του να παραχωρήσει γη στα 4 εκατομμύρια ακτημόνων αγροτών (παρότι μόνο πέρυσι η έκταση του Αμαζονίου που κάηκε για να καλλιεργηθεί ισοδυναμούσε με αυτή του Βελγίου, και την οικειοποιήθηκαν οι γαιοκτήμονες που ήδη ελέγχουν αχανείς εκτάσεις), οι συνεχιζόμενες δολοφονίες ακτημόνων αγροτών από τους γαιοκτήμονες (μόνο το 2004 δολοφονήθηκαν 65 άτομα, σύμφωνα με τη «Λε Μοντ Ντιπλοματίκ» του Μαρτίου) έχουν προκαλέσει επανειλημμένες κρίσεις στο Κόμμα Εργατών, απ’ όπου προέρχεται, και στον κυβερνητικό συνασπισμό. Πρόσφατο ρεπορτάζ των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» (Πέμπτη, 19 Μαΐου) εμφάνιζε τον κυβερνητικό συνασπισμό να τρίζει εν όψει των εκλογών που θα γίνουν τον Οκτώβριο του 2006, καθώς «εφαρμόζοντας η κυβέρνηση συντηρητικές πολιτικές και παραμελώντας την ιστορική κοινωνική της ατζέντα έχει χάσει τη στήριξη των ψηφοφόρων». Την απροθυμία να του κινηθεί σε ανταγωνιστική τροχιά με την Ουάσινγκτον επιβεβαίωσε και η πρόσφατη επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο.
Με την έγκριση
των Ζαπατίστας
Το παράδειγμά του Προέδρου της Βραζιλίας φαίνεται να αποτελεί παρηγοριά μέχρι στιγμής για τον Λευκό Οίκο και όλη τη Δύση, καθώς συχνά το ερώτημα που τίθεται για τον δρόμο που θα ακολουθήσουν μια σειρά προσωπικότητες της Αριστεράς στη Λατινική Αμερική συμπυκνώνεται στο δίλημμα: Λούλα ή Τσάβες… Αυτό το ερώτημα έθεσε στο προτελευταίο τεύχος του ο «Εκόνομιστ» για την πολιτική που θα εφαρμόσει ο σημερινός δήμαρχος του Μεξικό (μιας πόλης με 22 εκατομμύρια κατοίκους) όταν θα αναδειχθεί στην Προεδρία της χώρας, στις εκλογές που θα γίνουν το 2006.
Η προοπτική αυτή, μετά και την κινητοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων της πόλης του Μεξικού που με τις πορείες τους απέτρεψαν τον αποκλεισμό του από τις εκλογές, ήδη προκαλεί πονοκέφαλο βόρεια του ποταμού Ρίο Γκράντε, καθώς ο Αντρές Νανουέλ Λόπεζ Ομπραδόρ έχει λάβει μια σειρά φιλολαϊκά μέτρα, που ξεκινούν από τη χορήγηση επιδόματος σε όλους τους κατοίκους της πόλης και φτάνουν στη δημιουργία δημόσιου πανεπιστημίου όπου θα υπάρχει ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση. Ενδεικτικό στοιχείο άλλωστε για τις προσδοκίες που ενσωματώνει είναι ότι ακόμη και ο ηγέτης των Ζαπατίστας, σουμπκομαντάντε Μάρκος, έχει εκφράσει δημόσια από την επαρχία Τσιάπας την υποστήριξή του προς το πρόσωπό του.
Το ίδιο ερώτημα – Λούλα ή Τσάβες – τέθηκε πρόσφατα και στην περίπτωση του νέου Προέδρου της Ουρουγουάης, Ταμπαρέ Βάσκες, που αναδείχθηκε στην Προεδρία τερματίζοντας μια δικομματική κυριαρχία 150 χρόνων! Το πάθημα μάλιστα πολλών δυτικών μέσων, όταν στοιχημάτιζαν όλοι για Λούλα και ο ηγέτης της Πλατιάς Συμμαχίας έσπευσε, στα βήματα του Τσάβες, να αναθερμάνει τις σχέσεις της χώρας του με την Κούβα, ενδέχεται να γίνει μάθημα και γι’ άλλους, προοιωνιζόμενο τη ριζοσπαστικοποίηση και άλλων καθεστώτων.