Το παραγωγικό έλλειμμα και η άνοδος των επιτοκίων
Συγχρόνως με τις δυσοίωνες αυτές προβλέψεις του
ΟΟΣΑ, οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» στη στήλη «LEX» εμφάνισαν προχθές την «επιτοκιακή διαφορά» (spread) των 10ετών ελληνικών ομολόγων έναντι του αντιστοίχου γερμανικού (Bund) ως απέχουσα 23 σημεία της εκατοστιαίας μονάδος, έναντι 15 της Ιταλίας, που θεωρείται, εν τούτοις, ως «ο μεγάλος ασθενής της Ευρωζώνης» από το βρετανικό περιοδικόν «Economist».
Απλοελληνιστί τούτο σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία, βαθμολογούμενη από πλευράς χρέους, ανταγωνιστικότητος και αναπτύξεως, υπό των διεθνών πιστωτών, καταλαμβάνει μια από τις χαμηλότερες θέσεις στην Ευρωζώνη.
«Με την πρόθεσιν αναλήψεως πιστωτικών κινδύνων εις την αποδρομήν, οι ανησυχίες των ξένων επενδυτών, από τη διεύρυνσι των επιτοκιακών διαφορών» καθιστούν τα ελληνικά ομόλογα ευάλωτα.
Ποία όμως σχέσιν έχουν ο ρυθμός οικονομικής αναπτύξεως και οι επιτοκιακές διαφορές;
Στο ερώτημα αυτό θα προσπαθήσουμε ν’ απαντήσωμε αφού προηγουμένως διαλυθή μια σύγχυσι, όσον αφορά στην πραγματική έννοια του «ακαθαρίστου εθνικού προϊόντος» (ΑΕΠ) παρ’ ημίν.
Κατά τους ορισμούς του, όταν ο ΟΟΣΑ ομιλεί περί του «ΑΕΠ» εννοεί τον ρυθμό αυξήσεως της «συνολικής εγχώριας ζήτησης», δηλαδή της καταναλώσεως (ιδιωτικής και δημοσίας) πλέον της συνεισφοράς των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στην αύξησι του ΑΕΠ.
Είναι φανερόν ότι η «αύξησι του ΑΕΠ» δεν εξετάζεται από πλευράς της παραγωγής (αγροτικής, βιομηχανικής και υπηρεσιών), αλλά από σκοπιάς της συνολικής ζητήσεως. Οπότε την εικόνα παραμορφώνουν αφ’ ενός οι εισροές των κοινοτικών πόρων (4 δισ. ευρώ = 2,4% του ΑΕΠ 2004) και ο εκτεταμένος δανεισμός του Δημοσίου και των ιδιωτών (40 δισ. ευρώ και + 16% στα 117 δισ. ευρώ «υπόλοιπα δανείων» το 2004 αντιστοίχως), που χρηματοδοτούν την κατανάλωσι. Τη διαφορά μεταξύ παραγωγής και καταναλώσεως καλύπτει η μεγάλη εισαγωγική διείσδυσι των ξένων προϊόντων (ευρωπαϊκών, κινεζικών και καυσίμων).
Το παράδοξον είναι ότι ενώ η εγχώρια τελική ζήτησι πέρυσι αυξήθηκε 4,1%, κατά τον ΟΟΣΑ, η ανεργία έφθασε το 10,2% του ενεργού πληθυσμού (506.000 περίπου ανέργους). Δεν θα ‘πρεπε με τέτοιο ΑΕΠ ν’ αυξηθή η απασχόλησι και να μειωθή η ανεργία;
Το παράδοξον αυτό εξηγεί η τελευταία έκθεσι του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) για την ελληνική οικονομία (Μάιος 2005). Το ΙΤΕΠ υποστηρίζει ότι «οι ενδείξεις από την πλευρά της παραγωγής δεν συμφωνούν με τα δεδομένα της ζητήσεως, οι δε σχετικές αποκλίσεις δεν εμπίπτουν σ’ αυτό που αποκαλείται κατ’ ευφημισμόν «στατιστικές διαφορές».
Πράγματι, ως συνάγεται από τα σχετικά στοιχεία, οι αριθμοί δύσκολα πείθουν ότι αντανακλούν την εικόνα μιας οικονομίας που αναπτύσσεται με ρυθμό 4%. Το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερον ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η οικονομία (μας) αποτελεί ακραία μορφή υπηρετικής οικονομίας. Από τους επιμέρους δείκτες παραγωγής αναδύεται μια εικόνα συγχύσεως και αντιφατικότητας, η οποία πρέπει ν’ απασχολήσει τη Στατιστική Υπηρεσία. Διερωτάται κανείς εάν είναι δυνατόν, υπό τις δεδομένες συνθήκες λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας, ν’ αυξάνονται οι επενδύσεις σε κατασκευές δημόσιες και ιδιωτικές με ρυθμό 8%-12% και ο δείκτης (παραγωγής) μη μεταλλικών ορυκτών (σ.σ.: τσιμέντο κ.λπ.) ν’ αυξάνεται με ρυθμό (μόνον) 1,8% ή, ακόμη, το σύνολο των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ν’ αυξάνεται με ρυθμό 9%-10% (2003) και ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών ν’ ανέρχεται με (ρυθμό μόνον) 0,8%;».
Επιπροσθέτως, η άνοδος του τουριστικού συναλλάγματος κατά 9% πέρυσι και του ναυτιλιακού συναλλάγματος (κατά 54%!) οφείλεται περισσότερον στην άνοδο των τιμών των ξενοδοχείων (κι όχι στις αφίξεις ξένων τουριστών, που μειώθησαν 5%) και στην αύξησι των διεθνών ναύλων. Έτσι η βελτίωσι αυτή του εισοδήματος των ξενοδόχων και των εφοπλιστών άφησε ανεπηρέαστη την απασχόλησι.
Ανεξαρτήτως αυτού, η τεραστία εισροή κοινοτικών πόρων (60 δισ. ευρώ από το 1981 μέχρι τούδε) θα εδικαιολόγει μιαν ανάπτυξι διπλασία, αν όχι υπερδιπλάσια, της τρεχούσης, εάν συνοδεύετο από αύξησι της παραγωγής και της απασχολήσεως κι όχι της καταναλώσεως και των εισαγωγών.
Τι σχέσιν έχουν τώρα οι υστερήσεις της αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας με τις επιτοκιακές διαφορές που αυξάνονται ανησυχητικό;
Εν πρώτοις, η ανεπάρκεια της εγχωρίου παραγωγής διευρύνει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίον εν δυνάμει ανέρχεται στο 10% του ΑΕΠ σήμερα, με αποτέλεσμα την επιδείνωσι της διεθνούς ανταγωνιστικότητος της οικονομίας.
Δεύτερον, «ενώ η παραγωγική λειτουργία ακολουθεί τον μοναχικό της δρόμο, αδύναμη να παρακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις» (ΙΤΕΠ), τα συναλλαγματικά διαθέσιμα συνεχώς συρρικνούνται, εγείροντα φόβους στους ξένους πιστωτάς.
Τρίτον, η επιβράδυνσι της αναπτύξεως ακόμη και υπό τη μορφή της «τελικής ζητήσεως» -ήδη εμφανής φέτος- θα επηρεάσει ποιοτικώς το δημόσιον έλλειμμα και χρέος, αφού ως παρανομαστής του κλάσματός των θα εμφανίσει επιδεινούμενη αναλογία, πράγμα που θα δώσει λαβήν στους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιοπιστίας να υποβαθμίσουν το «ελληνικό χαρτί». Γεγονός που θα πυροδοτήσει περαιτέρω την αύξησι της επιτοκιακής διαφοράς των ελληνικών ομολόγων με τα γερμανικά, ανεβάζοντας το κόστος του δανεισμού της Ελλάδος και, εν τελική αναλύσει, το φορολογικό βάρος της οικονομίας, δοθέντος ότι ο τόκος είναι μια μορφή φόρου, επ’ ωφελεία μάλιστα των ξένων επενδυτών.