Συντονισμένες πιέσεις στο Κυπριακό για επανέναρξη συνομιλιών σε θολό τοπίο

Ολοκληρώθηκαν στη Ν. Υόρκη οι επίσημες και ανεπίσημες συναντήσεις που είχε στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών ο απεσταλμένος του Προέδρου Παπαδόπουλου, με αντικείμενο την ενημέρωση του γενικού γραμματέα και των συνεργατών του για τις «περιοχές ανησυχίας» που έχει η ελληνοκυπριακή πλευρά σε σχέση με το Σχέδιο Ανάν και τους προκαταρκτικούς όρους για νέες συνομιλίες.

Έγινε γνωστό επίσης ότι ο βοηθός του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κίραν Πρέντεργκαστ, πρώην άγγλος πρέσβης στην Άγκυρα και πραγματικός αρχιτέκτονας της πολιτικής Κόφι Ανάν στο Κυπριακό, αναλαμβάνει περιοδεία στο τρίγωνο Λευκωσία, Άγκυρα, Αθήνα, με στόχο τη διερεύνηση των προοπτικών για την επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό.

Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι το κρίσιμο ραντεβού για τον σκοπό αυτό θα είναι οι συναντήσεις που θα έχει στην Άγκυρα. Λογικά, η τουρκική πλευρά δεν έχει κανέναν λόγο να δώσει πίσω οτιδήποτε από αυτά που πήρε με την επιδιαιτησία Ανάν για να πει το «ναι». Τα θεωρεί κεκτημένο, με τη σφραγίδα μάλιστα των Ηνωμένων Εθνών.

Είναι όμως βέβαιο ότι η Άγκυρα στη σημερινή συγκυρία έχει πολύ σοβαρούς λόγους να θέλει να δώσει την εντύπωση ότι επιδεικνύει ευελιξία και καλή θέληση στο Κυπριακό. Η ανατροπή των σοσιαλδημοκρατών του καγκελάριου Σρέντερ στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία και η διαφαινόμενη επικράτηση του «όχι» στο Ευρωσύνταγμα στη Γαλλία αλλάζουν το σκηνικό της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας. Συγκεκριμένα, η ενδεχόμενη απόρριψη του Ευρωσυντάγματος θα αφήσει την ΕΕ στη Συνθήκη της Νίκαιας. Η Συνθήκη αυτή αναφέρεται σε 25 μέλη και σε δύο μόνο υποψήφιες χώρες, τη
Ρουμανία και τη Βουλγαρία.

Η ενδεχόμενη και μάλλον βέβαιη άνοδος στην εξουσία των χριστιανοδημοκρατών στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο απομακρύνει επίσης από το πλευρό της Άγκυρας έναν ιδιαίτερα ισχυρό συνήγορο της εντάξεώς της. Ενδέχεται να μην επηρεασθεί άμεσα από την αλλαγή αυτή η έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών της Άγκυρας τον Οκτώβριο. Είναι βέβαιο, επίσης, ότι θα ασκηθούν στη νέα γερμανική κυβέρνηση ασφυκτικές αμερικανικές πιέσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι προφανές ότι το κλίμα και οι συσχετισμοί στην Ευρώπη διαμορφώνονται κατά πολύ αρνητικό τρόπο για την τουρκική ένταξη.

Η ελληνική πλευρά δεν πρέπει λοιπόν να αιφνιδιασθεί υπολογίζοντας στο τουρκικό «όχι» και επιδεικνύοντας από την πλευρά της ασύγγνωστη υποχωρητικότητα, πέρα από τα όρια ασφαλείας, για την επίδειξη δήθεν καλής θελήσεως. Η Άγκυρα έχει κάθε λόγο να εξαντλήσει όλη την τακτική της ευελιξία και αντίστοιχους ελιγμούς για να προωθήσει λύση τύπου Ανάν στο Κυπριακό. Όχι μόνο γιατί αυτή είναι συμφέρουσα για την Τουρκία στην Κύπρο, αλλά γιατί αποτελεί ταυτόχρονα ένα πολύ σημαντικό χαρτί για την πορεία της Τουρκίας στην Ευρώπη. Αναλυτικότερα, η Κύπρος θα ήταν σε μια τέτοια περίπτωση σημαντικό χαρτί για την Άγκυρα, όχι μόνο με την έννοια ότι δεν θα αποτελούσε εμπόδιο ή ενδεχομένως πρόσχημα για τη μη ένταξή της, αλλά επίσης με την έννοια ότι η Άγκυρα, μέσω μιας λύσεως τύπου Ανάν, θα έβαζε πόδι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο!

Υπενθυμίζονται σχετικά τα όσα προβλέπονται από το Σχέδιο Ανάν για την εκπροσώπηση της Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Η εκπροσώπηση της Κύπρου θα ήταν δίδυμη.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά θα ήταν απολύτως «ισότιμη» με τους ελεγχόμενους από την Άγκυρα Τουρκοκυπρίους, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι έποικοι, που αποτελούν πλειοψηφία. Με απλά λόγια, η Άγκυρα, μέσω των «ισότιμων» Τουρκοκυπρίων, θα αποκτούσε αποφασιστικό λόγο για την ψήφο και το βέτο της Κύπρου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο!

Λύση αναμονής στην προοπτική αυτή αποτελεί για την Άγκυρα η προώθηση πάση θυσία του κανονισμού για το απευθείας εμπόριο της ΕΕ με τα κατεχόμενα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα δημιουργούσε ντε φάκτο τις προϋποθέσεις για την επιβολή, σε μεταγενέστερο στάδιο, του Σχεδίου Ανάν.

Ο στόχος αυτός προωθείται ενεργά, με αμερικανική υποστήριξη, από τη βρετανική διπλωματία, που δεν έχει λιγότερους λόγους από την Άγκυρα να επιδιώκει τη «λύση» του Κυπριακού με βάση το Σχέδιο Ανάν.

Προς την κατεύθυνση αυτή εντείνονται οι πιέσεις και οι απειλές προς την ελληνική πλευρά να επιδείξει «ευελιξία». Είναι αδιανόητο όμως για την ελληνική πλευρά να καμφθεί από πιέσεις σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα. Σε μια τέτοια περίπτωση θα αποδεχόταν σιωπηρά την ντε φάκτο παραγραφή της τουρκικής κατοχής και την αναγνώριση του ψευδοκράτους.

Είναι βέβαιο ότι, εν όψει της νέας καταστάσεως που διαμορφώνεται στην Ευρώπη για την τουρκική ένταξη, οι ΗΠΑ θα ασκήσουν πιέσεις στην ελληνική πλευρά για να «βοηθήσει» σε αυτήν τη δύσκολη περίσταση την τουρκική ευρωπαϊκή πορεία. Η τελευταία είναι, υποτίθεται, προς όφελος της Ελλάδος, όπως ισχυρίζεται η ίδια η Ελλάδα!

Η ελληνική πλευρά θα πρέπει να προσέξει να μην πληρώσει τις τουρκικές δυσκολίες. Είτε με ανοχή της τουρκικής προκλητικής πολιτικής στο Αιγαίο είτε με εσπευσμένη εμπλοκή σε νέες συνομιλίες για το Κυπριακό, μέσα σε θολό τοπίο, που δεν θα διασφαλίζει τους απαραίτητους όρους για μια αποδεκτή συμβιβαστική λύση. Αντιθέτως, θα άνοιγε τον δρόμο για επαναφορά του Σχεδίου Ανάν με διακοσμητικές αλλαγές.

Η νέα κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ευρώπη ενισχύει εκ των πραγμάτων την ευρωπαϊκή θέση της Κύπρου και κατ’ επέκτασιν τις προοπτικές για ευρωπαϊκή λύση του Κυπριακού. Λύση, δηλαδή, που θα έχει ως βάση και αναφορά τη σημερινή πραγματικότητα της Κύπρου ως χώρας-μέλους της ΕΕ, που προσδιορίζεται και δεσμεύεται από τις ευρωπαϊκές θεμελιώδεις αρχές, την ευρωπαϊκή έννομη τάξη και το ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Η αναφορά από ελληνικής πλευράς όχι μόνο πια στο Σχέδιο Ανάν αλλά και στις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως βάση για τη λύση του Κυπριακού αποτελεί πρόοδο. Απομένει όμως η αναφορά αυτή να μεταφρασθεί σταδιακά σε αλλαγή στρατηγικής, με στόχο μια ευρωπαϊκή λύση που υπαγορεύεται από τη σημερινή θέση της Κύπρου ως χώρας-μέλους της ΕΕ.

Υπάρχει μια σχολή σκέψεως που υποστηρίζει ότι δήθεν συμφέρει την ελληνική πλευρά, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία, κατά την οποία η τουρκική ενταξιακή προοπτική αντιμετωπίζει βαριά νέφη στον ορίζοντα, να υπερακοντίζει υπέρ της τουρκικής εντάξεως. Είναι η ίδια σχολή σκέψεως που αφαίρεσε από την ελληνική πλευρά το στρατηγικό διπλωματικό πλεονέκτημα που είχε στο χέρι της για να διαπραγματευθεί ουσιαστικά τη συγκατάθεσή της στην τουρκική ευρωπαϊκή πορεία. Είναι η ίδια επίσης σχολή που απεδέχθη την επιδιαιτησία Κόφι Ανάν ως δήθεν «όπλο κατά του Ντενκτάς»! Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι σήμερα ορατά στους πάντες.

Η ελληνική πλευρά δεν έχει λόγους να υπερακοντίζει υπέρ της τουρκικής ενταξιακής προοπτικής χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση την πολιτική της Άγκυρας στο Αιγαίο και την επίλυση του Κυπριακού με βάση τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, στην οποία τόσο διακαώς επιθυμεί η Άγκυρα να ενταχθεί. Η ελληνική πλευρά έχει, αντιθέτως, ανάγκη από την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και δεν έχει συμφέρον να συγκρούεται με τα αισθήματα των ευρωπαϊκών λαών «για ένα πουκάμισο» μάλιστα «αδειανό».

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η ελληνική πλευρά θα πρέπει, κατά ενεργότερο και σαφέστερο τρόπο, να συνδέσει τη στήριξή της στην τουρκική ενταξιακή πορεία με τη συμπεριφορά της Άγκυρας στο Αιγαίο. Η κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων, την ίδια ώρα που η Ελλάδα διακηρύσσει ως στρατηγικό της στόχο τη στήριξή της στην τουρκική ενταξιακή πορεία, σημαίνει ότι επιδιώκεται από την Άγκυρα η δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων, η κατάλυση του στάτους κβο στο Αιγαίο και ο εκβιασμός της Ελλάδος να προσέλθει σε διμερείς διαπραγματεύσεις για το Αιγαίο πάνω στα όσα αυθαιρέτως θέτει και διεκδικεί η Άγκυρα, εκτός διεθνούς δικαίου.

Για το Κυπριακό σημαίνει ότι η ελληνική πλευρά δεν πρέπει να σπεύσει να εμπλακεί σε νέες συνομιλίες χωρίς να είναι προηγουμένως σαφής η βάση και το πλαίσιο των συνομιλιών. Δεν πρέπει πολύ περισσότερο να χαλαρώσει την επαγρύπνηση και τον αγώνα της κατά των πολλαπλών προσπαθειών για επιβολή του λεγομένου απευθείας εμπορίου. Σημαίνει, κατά τρίτο λόγο, ότι η ελληνική πλευρά, συνειδητοποιώντας σε όλο το μέγεθός του το πραγματικό περιεχόμενο και τις επιπτώσεις του Σχεδίου Ανάν, πρέπει να προσανατολισθεί αποφασιστικά προς την προοπτική μιας ευρωπαϊκής λύσεως του Κυπριακού που ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα της Κύπρου ως χώρας μέλους.

Το Σχέδιο Ανάν δεν διορθώνεται με μικρές αλλαγές και τροποποιήσεις. Το πρόβλημα είναι η ίδια η φιλοσοφία του, που αποβλέπει στην κατάλυση της Κύπρου ως ελεύθερου και ανεξάρτητου κράτους και στην υποδούλωση, με όλη τη σημασία της έννοιας, της ελληνικής πλειοψηφίας στην τουρκική μειοψηφία και μέσω αυτής στην Άγκυρα.

Στις 8 Ιουνίου ο τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν μεταβαίνει στην Ουάσινγκτον για συνάντηση με τον Πρόεδρο Μπους. Η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου αναφέρει ότι «η συνάντηση αυτή θα προσφέρει την ευκαιρία για αναζωογόνηση της συνεργασίας ΗΠΑ – Τουρκίας, σε σχέση με τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας, και για ενίσχυση της από κοινού εργασίας μας για προώθηση της ελευθερίας στο Ιράκ και την ευρύτερη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο».

Είναι προφανείς οι δύο βασικοί πόλοι της αμερικανικής πολιτικής σε σχέση με την Τουρκία. Η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή. Τα εγκαίνια του πετρελαιαγωγού Μπακού – Τσεϊχάν θα είναι μια αφορμή για αμοιβαία συγχαρητήρια. Η κατάσταση όμως στο Ιράκ φέρνει για πρώτη φορά σε πολύ σοβαρή γεωπολιτική διάσταση τις δύο χώρες.

Ο τομέας στον οποίο θα προσπαθήσει η αμερικανική πλευρά να αντισταθμίσει τις διαφορές και να δώσει ανεπιφύλακτη υποστήριξη στην Άγκυρα είναι, βεβαίως, η τουρκική ενταξιακή προοπτική, που διαπλέκεται σ’ έναν βαθμό με τα ελληνοτουρκικά θέματα.

Πρέπει γι’ αυτό η ελληνική πλευρά να είναι σε ιδιαίτερη επαγρύπνηση και να μην επιτρέψει σε καμία περίπτωση επανέκδοση εις βάρος της του σκηνικού που οδήγησε στη συμφωνία της Νέας Υόρκης και στην επιδιαιτησία Ανάν.

Στο πνεύμα αυτό, πρέπει να αντιμετωπισθούν οι προκλήσεις και τα προβλήματα σε διάφορα μέτωπα. Κατά πρώτο λόγο, στην επιδιωκόμενη επανέναρξη των συνομιλιών. Κατά δεύτερο λόγο, στην υπογραφή από την Άγκυρα του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως, που βρίσκεται ακόμη σε εκκρεμότητα, και στις προσπάθειες που αφορούν την προώθηση του απευθείας εμπορίου.

Κατά τρίτο λόγο, σε μεθοδεύσεις ντε φάκτο αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους, όπως η σχεδιαζόμενη επίσκεψη αμερικανών γερουσιαστών στα κατεχόμενα, με σκόπιμη είσοδό τους από το παράνομο αεροδρόμιο.

Ο αμερικανός πρώην ειδικός εκπρόσωπος για το Κυπριακό Τόμας Γουέστον δήλωσε προκλητικά ότι δεν υπάρχει σε αυτό τίποτε το παράνομο. Ένα άλλο μέτωπο είναι επίσης η Ισλαμική Διάσκεψη, όπου η τουρκική διπλωματία προσπαθεί να προωθήσει την αναγνώριση του ψευδοκράτους ως «συνιστώντος τουρκοκυπριακού κράτους» με αναφορά το Σχέδιο Ανάν. Υπάρχει, τέλος, το θέμα της ανανεώσεως, τον Ιούνιο, της παραμονής, υπό το ίδιο καθεστώς, της ειρηνευτικής δυνάμεως του ΟΗΕ στην Κύπρο. Η βρετανική διπλωματία προσπαθεί και στο θέμα αυτό να προωθήσει νέες ρυθμίσεις που να αποδυναμώνουν τη διεθνή θέση της Κύπρου.

Η στέρεη κρηπίδα μέσα στο σκηνικό αυτό είναι το γεγονός ότι η Κύπρος κρατά σήμερα την ασπίδα της χώρας-μέλους της ΕΕ, που κατοχυρώνεται από τη Συνθήκη Προσχωρήσεως. Η ελληνική πλευρά πρέπει να προσέξει να μην υποσκάψει η ίδια το μεγάλο αυτό στρατηγικό πλεονέκτημα. Πρέπει, αντιθέτως, με διπλωματική δεξιότητα και αποφασιστικότητα, να προχωρήσει και να διαμορφώσει την κατάλληλη στρατηγική για ευρωπαϊκή λύση του Κυπριακού.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ