Αλλάζει ο πολιτικός χάρτης της Ευρώπης

Το κορυφαίο γεγονός αναμφισβήτητα είναι το γαλλικό δημοψήφισμα. Μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές όλα τα στοιχεία συνηγορούσαν ότι απόψε θα θριαμβεύσει το «όχι». Πρώτ’ απ’ όλα, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις.

Παρότι ένα ποσοστό της τάξης του 20% παρέμενε αναποφάσιστο ή δήλωνε ότι θα απόσχει, όλα τα γκάλοπ έδειχναν τη συγκυριακή άνοδο του «ναι» και τη μικρή υποχώρηση του «όχι» να ανήκει οριστικά στο παρελθόν και το ποσοστό όσων δηλώνουν πως θα καταψηφίσουν το Ευρωσύνταγμα να φτάνει το 53% με 54%! Κυρίως όμως ήταν το κλίμα.

Οι εκατοντάδες, μαζικότατες συγκεντρώσεις οπαδών του «όχι» από τη μια άκρη της Γαλλίας μέχρι την άλλη, η κινητοποίηση χιλιάδων ανθρώπων που δραστηριοποιούνται για πρώτη φορά ενεργά στην πολιτική συμμετέχοντας στις επιτροπές κατά του «όχι», τα λόγια ακόμη ενός μεσαίου στελέχους των Σοσιαλιστών που δήλωνε στη «Χέραλντ Τρίμπιουν» της Τρίτης ότι βλέποντας τη θέρμη με την οποία έγινε δεκτή από τον κόσμο η απόφασή του να δραστηριοποιηθεί στην καμπάνια του «όχι» νιώθει «σαν αστέρας της ροκ», η απήχηση που βρήκε η πρωτοβουλία του γνωστού ακτιβιστή ενάντια στα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα και τα Μακ Ντόναλντς, Ζοζέ Μποβέ, να στείλουν στο σπίτι του Ζακ Σιράκ όλοι οι Γάλλοι το κείμενο του Ευρωσυντάγματος που τους στάλθηκε ταχυδρομικά -όλα αυτά και δεκάδες άλλα παραδείγματα βεβαιώνουν ότι η Γαλλία έχει χωριστεί στα δύο!

Από τη μια μεριά είναι το κυβερνών δεξιό Λαϊκό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό, όλοι οι οικονομικοί παράγοντες της Γαλλίας, όλοι οι κορυφαίοι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης και μαζί με αυτούς τα ρετάλια της Αριστεράς (από τον Κον Μπετίτ μέχρι τον Τόνι Νέγκρι), που αραδιάζουν κάθε πιθανό και απίθανο επιχείρημα για να πειστούν οι Γάλλοι ότι το Ευρωσύνταγμα είναι προς το συμφέρον τους. Από την άλλη μεριά είναι οι ανησυχίες εκατομμυρίων ανθρώπων ότι η νέα Ευρωπαϊκή Ένωση που δημιουργείται μέσα από το Ευρωσύνταγμα θα αποτελέσει δούρειο ίππο για την κατάργηση του κράτους πρόνοιας και των εργατικών κατακτήσεων και την επιβολή ενός νεοφιλελεύθερου, αγγλοσαξονικού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης.

Αν λοιπόν απόψε το βράδυ βγει νικητής το «όχι», θα είμαστε αντιμέτωποι με μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση -με κανέναν άλλο όρο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αυτό το αβυσσαλέο χάσμα που θα εμφανιστεί μεταξύ της κοινωνίας και των μεγάλων κομμάτων! Η απόσταση των δύο μεγάλων κομμάτων όμως από τη λαϊκή συνείδηση θα υφίσταται ακόμη και στην περίπτωση που κερδίσει το «ναι», με μια οριακή πλειοψηφία. Αυτό το Βατερλώ προφανώς θα θέσει σε κίνηση ανακατατάξεις. Η κρίση που υπάρχει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα θα προσλάβει νέες διαστάσεις, καθώς θα έχει διαφανεί για μια ακόμη φορά η εχθρική του στάση απέναντι στα πιο προοδευτικά ξεσπάσματα της γαλλικής κοινωνίας. Ο μεγάλος χαμένος όμως θα είναι ο πρωθυπουργός Ζαν Πιέρ Ραφαρέν, καθώς ήδη εισπράττει το πολιτικό κόστος από τα αντιλαϊκά μέτρα που εφαρμόζει η δεξιά κυβέρνησή του και ξεκινούν από αντιασφαλιστικούς νόμους για να φτάσουν στην πρόσφατη προσπάθεια κατάργησης της παραδοσιακής αργίας της πρώτης μέρας της Πεντηκοστής.

Από δω και πέρα όμως αρχίζουν τα ευτράπελα της πολιτικής, καθώς κοινός παρανομαστής οποιασδήποτε αλλαγής προκριθεί άμεσα θα είναι η αναβάθμιση του δημοφιλούς Νικολά Σαρκοζί, που πρόσφατα αναδείχθηκε σε ηγέτη του δεξιού Λαϊκού Κόμματος. Ο Ν. Σαρκοζί όμως, από τότε που υπηρετούσε στο υπουργείο Εσωτερικών, διακρίθηκε για την υιοθέτηση του βαθιά συντηρητικού δόγματος της «μηδενικής ανοχής» (που εισήγαγε πρώτος ο τέως δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Τζουλιάνι), που είχε ως αποτέλεσμα να ποινικοποιήσει ακόμη και την επαιτεία. Ενώ, από τη θέση του υπουργού Οικονομικών διακρίθηκε για την επίσπευση των προγραμμάτων ιδιωτικοποίησης κραταιών και κερδοφόρων δημόσιων επιχειρήσεων, όπως αυτή της ηλεκτρικής ενέργειας. Ο Νικολά Σαρκοζί ακόμη θεωρείται τόσο πολύ φιλοαμερικανός, ώστε η Ουάσινγκτον έχει αποθέσει κάθε ελπίδα της για αναθέρμανση των διμερών σχέσεων επάνω του.

Η αιτία όμως όλων των παραπάνω (που είναι το «όχι» των Γάλλων ως μια μορφή αντίδρασης απέναντι στην πολύ υψηλή ανεργία, τη λιτότητα και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας) και το αιτιατό (η ενίσχυση των πιο συντηρητικών, αντεργατικών και φιλοατλαντικών στοιχείων της Δεξιάς) απέχουν όσο η μέρα με τη νύχτα! Διαφορετικά, η συνταγή που κατά πάσα πιθανότητα θα προκρίνει ο γάλλος Πρόεδρος το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να βαθύνει ακόμη περισσότερο την απόσταση της επίσημης πολιτικής από τα συμφέροντα και τις προσδοκίες των Γάλλων, ρίχνοντας έτσι λάδι στη φωτιά! Το ίδιο προμηνύεται να συμβεί και όταν ανοίξουν οι κάλπες των πρόωρων εκλογών στη Γερμανία, όπως εξήγγειλε ο γερμανός καγκελάριος την προηγούμενη Κυριακή, αφήνοντας άναυδους τους πάντες. Η απόφασή του να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές ήταν αποτέλεσμα της συντριπτικής ήττας που υπέστη το κόμμα του στις εκλογές του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, όπου πήραν την εξουσία οι Χριστιανοδημοκράτες, κερδίζοντας το 45% των ψήφων, έναντι 37% που πήραν οι Σοσιαλδημοκράτες.

Οι απροσδόκητες εξελίξεις που δρομολογήθηκαν δεν μπορούν να ερμηνευτούν αν δεν πάρουμε υπ’ όψιν μας ότι πρόκειται για το πολυπληθέστερο κρατίδιο της γερμανικής υπερδύναμης, ότι λόγω της εργατικής σύνθεσής του αποτελεί προπύργιο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και γι’ αυτόν τον λόγο ελέγχει την κυβέρνησή του τα τελευταία 39 χρόνια -ούτε δηλαδή επί παντοδυναμίας του Κολ δεν αμφισβητήθηκε εκεί η επιρροή του- και ότι από τις εκλογές που έχουν γίνει σε 11 κρατίδια από το 2002, που κέρδισε τις εκλογές ο Σρέντερ, μέχρι τώρα το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έχει υποστεί απώλειες στα…10. Στη βάση αυτών δήλωσε ο Σρέντερ ότι στερείται της αναγκαίας υποστήριξης και είναι αναγκασμένος να προσφύγει σε εκλογές έναν χρόνο νωρίτερα.

Όσο εύλογα όμως κι αν φαίνονται τα παραπάνω, προδικάζοντας την ήττα του SPD στις ερχόμενες εκλογές, δεν παύει να υφίσταται το εξής ερώτημα: Γιατί ο γερμανός καγκελάριος επέλεξε τις πρόωρες εκλογές; Κανένας μελλοθάνατος δεν χαρίζει στους δήμιούς του έναν ολόκληρο χρόνο ζωής.

Ο γερμανός καγκελάριος πρέπει να τονίσουμε ότι, αποδεδειγμένα, αποτελεί μετρ της τακτικής και δη της εκλογικής. Αρκεί να θυμηθούμε την ανέλπιστη νίκη που εξασφάλισε το 2002, όταν όλοι -καλή ώρα σαν και τώρα- προδιέγραφαν την εκλογική του ήττα, αφού πρώτα ανέβασε στη διαπασών τους αντιαμερικανικούς τόνους και άνοιξε τα κρατικά ταμεία για να αποζημιώσει όσους είδαν τα σπίτια τους να πλημμυρίζουν με τις πρωτοφανείς βροχοπτώσεις του Αυγούστου του 2002. Γιατί τώρα; είναι λοιπόν το ερώτημα… Περιορίζοντας ασφυκτικά την άτυπη προεκλογική περίοδο ο Γκέρχαρντ Σρέντερ αξιοποιεί στο έπακρο το μοναδικό σημείο στο οποίο υπερτερεί το κόμμα του, έναντι των Χριστιανοδημοκρατών: δηλαδή… το πρόσωπό του. Οι

Συντηρητικοί αντίθετα είναι πλέον υποχρεωμένοι -αν και η τυπική απόφαση μένει να ληφθεί- να οδεύσουν στις εκλογές με υποψήφιο την πρόεδρό τους, την Άγγελα Μέρκελ, που ούτε είναι προικισμένη με ιδιαίτερα πολιτικά χαρίσματα ούτε συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά δημοτικότητας, ούτε καν χαίρει πλήρους υποστήριξης μέσα στο κόμμα της. Αν, αντίθετα, οι εκλογές γίνονταν το 2006, όπως προβλεπόταν, οι Χριστιανοδημοκράτες θα μπορούσαν να ολοκληρώσουν τις διαδικασίες που είχαν δρομολογήσει και να αναδείξουν περισσότερο δημοφιλή υποψήφιο.

Ο δεύτερος λόγος που ο Σρέντερ επέλεξε τις πρόωρες εκλογές σχετίζεται με τις εξελίξεις που υπάρχουν μέσα στο κόμμα του. Συγκεκριμένα, την αντικαπιταλιστική ρητορεία, που πρωτοεμφανίστηκε με αφορμή πρόσφατη δήλωση του γραμματέα του κόμματος. Ο Φραντζ Μίντεφερινγκ χαρακτήρισε τους επιχειρηματίες «σμήνος ακρίδων» και καυτηρίασε με ασυνήθιστα επιθετικές φράσεις τις μεγάλες επιχειρήσεις, δίνοντας το έναυσμα για να αμφισβητηθεί εκ βάθρων, στη συνέχεια, η πολιτική του Σρέντερ. Συγκεκριμένα, η μείωση της φορολογίας κεφαλαίου, η κατάργηση επί της ουσίας των επιδομάτων ανεργίας, η ουσιαστική περιστολή των ασφαλιστικών παροχών, η επιβολή διδάκτρων στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα κ.λπ. Βλέποντας ο Σρέντερ την επιρροή αυτής της κριτικής να αυξάνεται, τερμάτισε βίαια τη σχετική συζήτηση βάζοντας το κόμμα προ των -προεκλογικών- ευθυνών του. Κατάφερε συνεπώς με τις πρόωρες εκλογές το εξής εντυπωσιακό:

Αντί με αφορμή τα καταστροφικά εκλογικά αποτελέσματα στην Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία να κερδίσει έδαφος η αριστερή κριτική του SPD απέναντι στην Ατζέντα 2010 -όπως ονομάζεται το πακέτο των αντι-μεταρρυθμίσεων- διώχθηκε κακήν κακώς ο Όσκαρ Λαφοντέν ή «κόκκινος Όσκαρ» από το κόμμα! Το SPD δηλαδή αντί να στραφεί προς τα αριστερά, οχυρώθηκε από τα αριστερά του!

Έτσι η ανησυχία που εξέφραζε από τον τίτλο που είχε στο πρώτο της θέμα η «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» την προηγούμενη Κυριακή για τον κίνδυνο εκτροχιασμού των μεταρρυθμίσεων στη Γερμανία, υπό το βάρος της κριτικής που θα δεχτεί ο Σρέντερ για τα αντεργατικά του μέτρα, με αφορμή τα αρνητικά εκλογικά αποτελέσματα, τελικά αποσοβήθηκε… Και τα αντεργατικά μέτρα θα μείνουν στο απυρόβλητο της κριτικής και θα μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζονται ή από τον Γκέρχαρντ Σρέντερ ή από την Άγγελα Μέρκελ, που αν κερδίσει τις εκλογές, θα είναι μετά τη Μάργκαρετ Θάτσερ η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στην Ευρώπη.

Τα κοινά τους δε στοιχεία δεν τελειώνουν προφανώς στο φύλο -θα αφορούν πρωτίστως τη σκληρή αντεργατική οικονομική πολιτική και τη φιλοαμερικανική στροφή που θα συντελεστεί στη Γερμανία, κατ’ αναλογίαν της στροφής που θα κάνει ο Σαρκοζί, τερματίζοντας έτσι τις φιλοδοξίες αυτονόμησης της Ευρώπης που δειλά έστω διατύπωναν Σρέντερ και Σιράκ. Στη βάση λοιπόν των δύο παραπάνω μεγάλης σημασίας αλλαγών στη Γαλλία και τη Γερμανία, εύκολα μπορούμε να προδικάσουμε ότι η πολιτική αστάθεια στη γηραιά ήπειρο θα γνωρίσει νέες δόξες και το πολιτικό σύστημα σημαντικούς τριγμούς και ευρεία αμφισβήτηση!

Αυτό θα είναι το κόστος της αποκλίνουσας πορείας που θα καταγράφει από τη μια ο κοινωνικός και πολιτικός ριζοσπαστισμός, όταν φτάνει να πετάει στο καλάθι των αχρήστων το Ευρωσύνταγμα και να απαξιώνει πριν την ώρα τους ακόμη και κυβερνήσεις, και από την άλλη το πολιτικό σύστημα όταν συνεχίζει ατάραχο την πορεία του προς ακραία νεοφιλελεύθερες συνταγές.


Σχολιάστε εδώ