«ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ ΔΑΝΑΟΥΣ ΚΑΙ ΝΤΟΡΑ ΦΕΡΟΝΤΕΣ», ΛΕΝΕ ΟΠΟΙΟΙ ΓΝΩΡΙΣΑΝ ΔΟΥΡΕΙΟΥΣ ΙΠΠΟΥΣ ΑΚΟΜΑ ΚΛΑΙΝΕ

Παρηγορία ευτυχής
εξάπτει τάς ψυχάς μας,
παρηγορία φωταυγής
πού έχει τάς ευχάς μας.

Δύο πανύψηλαι θνηταί
-ως πρός τ’ αξίωμά των-
ήρθασι σε συνεύρεσιν
στην Χώρα των θαυμάτων.

Τυφώνες δεν ετάρασσον
τό λαμπερόν γιορτάσι
σμήνη πετούσαν γερακιών
κι έλαμπε η γύρω πλάση.

Τών μικρο-φόνων έντονος
και καθαρός ο ήχος
κι όπισθεν -ως το Σινικόν-
των σημαιών το τείχος.

Η γλώσσα ήτο Αγγλική
τά Ελληνικά απείχαν
διότι μάς εκόψανε
οι Πάτρωνες τόν βήχαν.

Καθότι ως ασήμαντοι
και σφογγοκωλαρέοι
είμεθα στην υποταγή
του Βάρναλη οι «Μοιραίοι».

Είθισται διπλωματικώς
τά δύο μέρη πάντα
νά ομιλούν την γλώσσα των
κι όχι την «κουβερνάντα».

Και πλάι εις μεταφραστής
τίς γλώσσες μεταφράζει.
(Στου κώλου τα εννιάμερα
πάντα η καρδιά στενάζει.)

Εις τήν συνάντησιν αυτήν
τών γυναικών τοιούτων
υπήρξε φλοξ πυρωτική
με συμμαχίας πλούτον.

Διότι ο Προκαθήμενος
υιός στήν Προεδρία
-υιός πατρός ασήμαντου
μη έχοντος ανδρεία-

είπεν στήν Λίζα τήν Κοντή
νά επιδαψιλεύσει
φιλοξενίας αγαθά
στήν αφιχθείσα… πλεύση.

Εις κάθε φράσιν της -ω ναι-
ορμούσε από τά ύψη
η Λίζα κόρακας σωστός
κι ό,τι ήθελε προκύψει.

Και μας επρόκυψεν σαφώς
αγγούριον τοσούτον!
μιας γνωριμίας ευτελούς
με Άρχοντα το κνούτον.

Το κνούτον, το μαστίγιον
των Ρώσων ή των Τσάρων
πούς εις τάς πλάτας έπιπτεν
γενεών δεκατεσσάρων.

Ω! τι λαμπρά συνάντησις
εν τέλει ήτο εκείνη
ότε φωτογραφήθη η Ψηλή
με τόν Ζωρζή τόν Τζίνι

Οποίαν άγνωστον τιμήν
ελάβαμεν πανώρια:
Όλοι μαζί οι δυνατοί
καί ο Ψωριάρης χώρια.
Τα δε γιουβαρελάκια
πού ο Πατήρ εγεύθη
ολοσχερώς ξεχάσθησαν
– ουδείς όμως εμέμφθη.

Εδόθη δώρον, μήτηρ μου,
Σύμβολον Απραξίας,
με τα γιουβαρελάκια
ανάλογης αξίας

Θώκος αμβλύς Υπουργικός
κύπτοντος υπηρέτου
ενός Λαού ασήμαντου
και δι’ αυτούς επαίτου.
…………………………………..
…………………………………..
Πλήν τού Χριστόφορου Κολόμβου,
όσοι μετέπειτα επεχείρησαν ταξίδια
εις τήν Αμερική, ήταν ή μετανάστες
ή μεταστάντες από τόν κάθε φορά Κύριον.


Σχολιάστε εδώ