Στα λύτρα του τουρκικού εκβιασμού αναμείνατε κλήση για εισφορά…

(Στην Ελλάδα ούτε στρατό διαθέτουμε πλέον ούτε τον Σουν Τζου έχει ποτέ αναφέρει κανείς – εκτός της εκπληκτικής Μαλβίνας Κάραλη.)

Οι γείτονές μας πάντως φαίνεται να τον έχουν μελετήσει και να εφαρμόζουν τα διδάγματά του στην επιδίωξη παλινόρθωσής τους σε νεο-οθωμανική «περιφερειακή δύναμη». Έτσι, ο πολεμικός εκβιασμός τους, με στόχο τη σημερινή υπερδύναμη, έδωσε ήδη τους πρώτους εμφανείς καρπούς. Όχι ασφαλώς όλους που περιλάμβαναν τα μεγαλεπήβολα σχέδια της Αγκύρας – αν και το σύνολο της συγκομιδής θα φανεί με την ωρίμανση των όσων δεν αναφέρθηκαν στις δηλώσεις Μπους-Ερντογάν στον Λευκό Οίκο.

Η μαζική πολεμική επιχείρηση στο Βόρειο Ιράκ «για την εκρίζωση του ΡΚΚ», που η απειλή της κατατρόμαξε την ατλαντική συμμαχία, τελικά δεν θα γίνει – όπως ακίνδυνα στοιχημάτισε αυτή η στήλη. Από την όλη όμως επιχείρηση του μεγάλου εκβιασμού προκύπτουν διδάγματα, ένας πρώτος απολογισμός και σκοτεινές προεκτάσεις.

Τα διδάγματα του εκβιασμού

Τα διδάγματα -που προστίθενται στην οδυνηρή ελληνική πείρα- είναι ότι οι αγαθοί γείτονές μας, παρά τις καθεστωτικές και κυβερνητικές μεταλλάξεις, έχουν αμετάθετους εθνικούς στόχους και σταθερή στρατηγική, στην υπηρεσία των οποίων αξιοποιούν τις ισχυρές ένοπλες δυνάμεις που φροντίζουν να διαθέτουν, τη γεωγραφική θέση και την πληθυσμιακή τους δύναμη. Προκειμένου να εξαπολύσουν μιαν επιχείρηση, ξέρουν να χρησιμοποιούν το εκάστοτε προσφερόμενο ευλογοφανές πρόσχημα και να επιλέγουν τη στιγμή της αυξημένης ευπάθειας του στόχου. Στην εφαρμογή του κατεστρωμένου σχεδίου τους περιλαμβάνονται και αυθόρμητες «εκρήξεις λαϊκής αγανάκτησης» ελεγχομένων μαζών, για τον εντυπωσιασμό ξένων παρατηρητών ή και για παράπλευρους απόκρυφους στόχους. Ο επάρατος εθνικισμός δεν αποτελεί σʼ αυτούς παροδική παθολογική κρίση πυρετού, αλλά αναγκαίο συστατικό της λαϊκής ψυχολογίας για τη στήριξη της εθνικής στρατηγικής. Και συνυπολογίζεται στα αξιοποιήσιμα κεφάλαιά της.

Ότι στην προκειμένη περίπτωση η «κουρδική τρομοκρατία» αποτελούσε μόνο πρόσχημα για την πολεμική κινητοποίηση δεν διέφευγε από τους Αμερικανούς και τρίτους παρατηρητές, που επεσήμαιναν ότι: α) πλείστες επιθέσεις Κούρδων ανταρτών είχαν γίνει σε μεγάλη απόσταση από τα σύνορα του Ιράκ και επομένως εξαπολύθηκαν από εσωτερικά ορμητήρια, β) πολλές τουρκικές εισβολές στο βόρειο Ιράκ στη δεκαετία του ʼ90 αποδείχθηκαν ατελέσφορες και γ) τουρκική εισβολή στο Κουρδιστάν θα ενέπλεκε την Τουρκία σε αιματηρή περιπέτεια με καταστρεπτικές πιθανότατα συνέπειες.

Ωστόσο, οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν να διακινδυνεύσουν αυτήν την παρτίδα πόκερ, όπως σωστά υπολόγιζαν –εκ του ασφαλούς– οι στρατηγικοί εγκέφαλοι της Αγκύρας. Επειδή τουρκική εισβολή στις κουρδικές επαρχίες θα αποσταθεροποιούσε τη μόνη όαση ειρήνης και ανάπτυξης στην κόλαση του Ιράκ, περιοχή την οποία οι Αμερικανοί προβάλλουν ως δείγμα επιτυχίας της πολιτικής τους και η οποία αποτελεί τη μόνη ασφαλή στρατηγική βάση τους στη Μέση Ανατολή.

Ένας πρώτος απολογισμός

Άμεσος και κύριος στόχος αυτής της μεγάλης επιχείρησης εκβιασμού ήταν –όπως είχε διαγνώσει αυτή η στήλη στις 22 Οκτωβρίου– κάποιας μορφής κοινή αμερικανοτουρκική στρατιωτική επιχείρηση και η διʼ αυτής έμπρακτη αμερικανική αναγνώριση τουρκικού δικαιώματος συνυπευθυνότητας και κοινής υψηλής εποπτείας στις κουρδικές επαρχίες του βορείου Ιράκ, «για λόγους τουρκικής εθνικής ασφάλειας». Δηλαδή αναγνώριση δικαιώματος παρεμβάσεως στο ημιανεξάρτητο Κουρδιστάν. (Κατά το προηγούμενο της Συνθήκης τριπλής Εγγυήσεως στην Κύπρο, που χρησιμοποιήθηκε το 1974 ως νομικό πάτημα για την εισβολή.) Οι δευτερεύοντες στόχοι ήταν πολλοί και διάσπαρτοι.

Στη συνάντηση με τον Ερντογάν, ο αμερικανός Πρόεδρος του ξεκαθάρισε τα όρια των αμερικανικών παραχωρήσεων. Του έδωσε την άδεια για περιορισμένες σε χώρο και χρόνο «χειρουργικές» επιχειρήσεις εναντίον κούρδων «τρομοκρατών» στο Βόρειο Ιράκ και κατασκοπευτική πληροφόρηση για τη διεξαγωγή τους. Του υποσχέθηκε ακόμη την ουσιαστικοποίηση του μέχρι σήμερα σκιώδους αμερικανο-τουρκο-ιρακινού στρατιωτικού συντονισμού εναντίον του «κοινού εχθρού της ελευθερίας». Και του επαναβεβαίωσε τον τίτλο του στρατηγικού εταίρου και πολύτιμου φίλου της Αμερικής.

Στη δήλωσή του, μετά τη συνάντηση, ο Μπους είπε ακόμη ότι, εκτός από το Κουρδικό, «συζητήσαμε για πολλά άλλα θέματα». Που προφανώς αναφέρονταν στις παράπλευρες ανταμοιβές που ζήτησε ο Ερντογάν για την τουρκική αυτοσυγκράτηση χάριν της φιλίας και της στρατηγικής συμμαχίας.

Στη δική του δήλωση, ενώπιον του Μπους, ο τούρκος πρωθυπουργός έδωσε τη δική του ερμηνεία στα συμπεράσματα της συνάντησης, με περιφράσεις που υποδήλωναν την επιζητούμενη συνυπευθυνότητα στις εξελίξεις στο βόρειο Ιράκ. Είπε πως ελπίζει ότι το αναλαμβανόμενο «κοινό έργο» θα αποδώσει σύντομα, γιατί «η σταθερότητα στο βόρειο Ιράκ είναι και δική μας σταθερότητα και οποιαδήποτε αταξία ή δυσχέρεια είναι και δική μας αταξία και πρόβλημα». Και σαφέστερα πρόσθεσε: « Είμαστε υπεύθυνοι ως στρατηγικοί εταίροι να εργασθούμε για να υπερνικήσουμε αυτές τις δυσκολίες και να τις λύσουμε. Και είμαι ευτυχής που ο πρόεδρος συμφωνεί σʼ αυτά τα σημεία». Τώρα βέβαια μόνο η πράξη θα δείξει πόσο οι Αμερικανοί συμφωνούν «σʼ αυτά τα σημεία», που αφορούν δικαιώματα λόγου της Τουρκίας για τα όρια αυτονομίας του Κουρδιστάν, το δημοψήφισμα και τα πετρέλαια στο Κιρκούκ και τα δικαιώματα της μειονότητας των Τουρκομάνων, ισάριθμες «δυσκολίες» και πηγές «αταξίας» που υπαινισσόταν ο Ερντογάν.

Οι σκοτεινές προεκτάσεις

Στα «πολλά άλλα θέματα» που συζητήθηκαν στη συνάντηση της Δευτέρας, κατά τη δήλωση Μπους, ασφαλώς περιλαμβάνονταν ο εκθειασμός από τον Ερντογάν του αυξημένου στρατηγικού ρόλου της χώρας του ως κομβικού παράγοντα στον ενεργειακό ανταγωνισμό για τις πηγές της κεντρικής Ασίας όσο και η συμμαχική χρησιμότητα της ευρύτατης επιρροής και διπλωματικής της δραστηριότητας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αυτά σε υποστήριξη της διεκδικούμενης κατανόησης για την ενεργειακή συμφωνία με το Ιράν και εξαίρεση από τις αμερικανικές απαγορεύσεις. Εξυπακούεται επίσης η αξίωση οριστικού ενταφιασμού του ψηφίσματος για τη γενοκτονία των Αρμενίων, που όμως μόνο υποκριτικές διαβεβαιώσεις έχει αποσπάσει, αφού πρόκειται για χρήσιμο όπλο πιέσεων της Ουάσινγκτον.

Αλλά δεδομένη πρέπει να θεωρείται, ανάμεσα στις παράπλευρες αμερικανικές ανταμοιβές προς τον στρατηγικό εταίρο, η επιχείρηση παραμερισμού του κυπριακού εμποδίου στην προώθηση της τουρκικής εισδοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη μεθόδευση σύντομης λύσης σύμφωνης με τις προδιαγραφές των δηλώσεων Γκιουλ στην Κύπρο. Προδιαγραφές τις οποίες κωδικοποίησε το τουρκικό σχέδιο που έχει κυκλοφορήσει στις υπηρεσίες του ΟΗΕ, για συνεταιρισμό δύο ισότιμων κρατών (υπό την εγγύηση της Τουρκίας και με παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων) – η οποία στρατιωτική παρουσία, όπως δήλωσε το φερέφωνο της Αγκύρας, ο Ταλάτ, «έχει νομιμοποιηθεί με το “Ναι” των Τουρκοκυπρίων στο Σχέδιο Ανάν».

Η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις προεδρικές εκλογές θα τεθεί έτσι ενώπιον του διλήμματος: ή θα δεχθεί αυτό το τουρκικό σχέδιο, υπό τις συνδυασμένες πιέσεις αμερικανών, βρετανών, ευρωπαίων κομισαρίων και ελλαδιτών δορυφόρων τους ή θα υποστεί τις συνέπειες με μιαν ιδιόμορφη εκπροσώπηση και συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στα όργανα και τις λειτουργίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ντε φάκτο αποδοχή της ύπαρξης του ψευδοκράτους.

Η προεισαγωγική διαδικασία έχει ήδη αρχίσει, όπως προκύπτει και από το κείμενο της πρόσφατης συμφωνίας του βρετανού πρωθυπουργού με τον Ερντογάν, αλλά και από την έκθεση της ελεγχόμενης από τους Αγγλο-Αμερικανούς Κομισιόν για την Τουρκία. Ο τούρκος σχολιαστής Αλί Μπιράντ εκφράζει την τουρκική ικανοποίηση: «Είναι η πρώτη ισορροπημένη και εποικοδομητική έκθεση της ΕΕ, με φιλοτουρκική στάση. Τα αρνητικά της σημεία απλώς απηχούν επικρίσεις που διατυπώθηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας.»

Πράγματι αυτό που ιδιαίτερα τονίζει η έκθεση είναι η ανάγκη αποφυγής εισβολής στο Β. Ιράκ και η βελτίωση της εμφάνισης της Τουρκίας ως δημοκρατικής χώρας. Προϊόν ατλαντικών ενεργουμένων στην Κομισιόν (των Μπαρόζο, Φερχόιγκεν, Όλι Ρεν), η «έκθεση προόδου» είναι αποκαλυπτική της απέχθειας προς την Κύπρο και των όσων ελλοχεύουν – αποκαλυπτική τουλάχιστον σε όσους δεν έχουν λόγους να υποκρίνονται τύφλωση.

Κραυγάζει από τις διατυπώσεις της έκθεσης η φροντίδα επιτάχυνσης της τουρκικής ένταξης, προτού διογκωθεί περισσότερο η απορριπτική πίεση των Ευρωπαίων στις κυβερνήσεις. Και προς τούτο συνεχίζει τη διαδικασία απενοχοποίησης της Τουρκίας για τη στρατιωτική κατοχή, υποβαθμίζει την προκλητική άρνησή της να εφαρμόσει το πρωτόκολλο του ελεύθερου εμπορίου και να αναγνωρίσει χώρα μέλος της Ένωσης. Και διαστρέφει την πραγματικότητα με τον ισχυρισμό ότι η Τουρκία συνεχίζει να εκφράζει τη δέσμευσή της για συνολική λύση του Κυπριακού υπό της αιγίδα του ΟΗΕ. Ας σημειωθεί επί πλέον ότι οι αναφορές στο Κυπριακό έγιναν μετά από σκληρή μάχη.

Παράλληλα, στα περιθώρια του ευρω-κυβερνείου των Βρυξελλών οργανώνονται συνέδρια μελέτης, εν όψει λύσεως το 2008 (!), με θέματα όπως η άρση αναστολής του ευρωπαϊκού κεκτημένου στα κατεχόμενα και η εξέταση «ενδεχομένων παρεκκλίσεων» σε ζητήματα επιστροφής προσφύγων και το περιουσιακό πρόβλημα… Αναμείνατε στο Κυπριακό την προκαταβολή της εισφοράς στα λύτρα του μεγάλου εκβιασμού.

Στην Ελλάδα όμως εκφράζεται ικανοποίηση, επειδή το casus belli αναφέρεται στην έκθεση ως απειλή (!)… και γιατί εκφράζεται φροντίδα και για το Πατριαρχείο. Αλλά η Ελλάδα είναι απορροφημένη από τις επιτυχίες της. Η ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ αναβάλλεται, κερδίσαμε τους Μεσογειακούς χάρις στην κινητοποίηση της υπουργού των Εξωτερικών και μπήκαμε στα Ζωνιανά…


Σχολιάστε εδώ