ΠΕΝΘΙΜΑ, ΛΥΠΗΤΕΡΑ ΚΛΑΙΕΙ Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΘΑΛΑΜΗΓΟΙ ΑΡΑΖΟΥΝ ΣΕ ΦΤΩΧΙΚΑ ΜΟΥΡΑΓΙΑ

Καθώς κοιτούσα ανοιχτά
καί πελαγοδρομούσα
είδα λευκή θαλαμηγό
κι άθελα ευελπιστούσα.
•••
Τί θέλει τό πλοιάριο
σʼ έναν φτωχό λιμένα
μήπως κομίζει ναυαγούς
πληβείους σάν εμένα;
•••
Μήπως τελεί αποστολή
καί φάρμακα μοιράζει
ή μήπως φέρνει τρόφιμα
σέ χώρα πού χειμάζει;
•••
Απάντηση δέν λάβαινα
κι υπομονή δέν είχα,
όλο κοιτούσα ανοιχτά
μασώντας μιά μαστίχα.
•••
Τά δόντια εμασούσανε
μαστίχα καί αέρα
ο στόμαχος γουργούριζε
– ποιμενική φλογέρα.
•••
Είχα δυό μέρες νʼ αρτηθώ
κι η πείνα ναυλοχούσε
στόν αδειανό τόν στόμαχο
πού σιγοτραγουδούσε.
•••
Ώ! τί τραγούδι άκουγα
στήν χώρα τών εντέρων
ενώ γύρω απέστραπτε
η Χώρα τών πατέρων.
•••
Μοναδική παρηγοριά
τό σκάφος πού ερχόταν
κι είχε τά φώτα λαμπερά
καί σταθερή τήν ρόταν.
•••
Όμως πολύ μέ τρόμαξε
ο θρήνος κουκουβάγιας
πού σφόδρα εκλαυθμήριζε
ως Ιερεύς τών Μάγιας.
•••
Είπα τόν φόβο νʼ αρνηθώ
νά μήν πιστεύω θρύλους
νά νιώσω Δονκιχωτικός
μʼ εχθρούς ανεμομύλους.
•••
Τό είπα καί τό πίστεψα
νά, τό καράβι αράζει,
έφτανʼ η ώρα της τροφής,
τʼ άλλα ποιός λογαριάζει.
•••
Μές στό λιμάνι τό φτωχό
κάποια σαθρά γερόντια
τά κομπολόγια γύριζαν
– τό στόμα δίχως δόντια.
•••
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν
μέ γλώσσα πικραμένη:
ΟΠΟΙΟΣ ΠΕΘΑΝΕΙ ΣΗΜΕΡΑ
ΧΙΛΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ.
•••
Κι άρχισε η θαλαμηγός
χαρίεσσα νʼ αδειάζει
τά φάρμακα, τά τρόφιμα
ντυμένα μέ ατλάζι.
•••
Ήτανε κάτι απίστευτο
η τόση καλοσύνη,
ακόμη καί τʼ ασήμαντα
αρχοντικά νά ντύνει.
•••
Η προκυμαία γέμισε
μέ ρόζ νταρντανο-τσούλες
μέ τά βυζιά ελεύθερα
κι ακολουθούσαν δούλες.
•••
Οι γέροντες τραγούδαγαν
μέ τόση ειρωνεία
πού λες ότι γεννιότανε
μιά άλλη κοινωνία.
•••
Η κουκουβάγια έψαλλε
θρηνητικό τώ τρόπω:
Λαμόγια, ανεμογάμηδες
μολύνουνε τόν τόπο.
•••
Απʼ τό λιμάνι έφυγα
καί πίσω οι πλοιοκτήτες
έμειναν καί ξεφτίλισαν
πόλεις, χωριά καί σκήτες.
……………………………………………………………………….

«Πιστεύω εις ένα Θεό, Πατέρα
Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού
καί γής, {…} καί εις έναν
Κύριον Ιησούν Χριστόν
τόν Υιόν τού Θεού τόν Μονογενή{…}»
Γιά τόν Διγενή ούτε κουβέντα!


Σχολιάστε εδώ