Παραπληροφόρηση και προπαγάνδα στο Κυπριακό
Η κυπριακή κυβέρνηση, διά στόματος Προέδρου και αρμοδίου υπουργού Εξωτερικών, διαψεύδει κατηγορηματικά ότι υπήρξε τέτοιου είδους συμφωνία. Αυτό που συμφωνήθηκε, διευκρινίζει, είναι η ετοιμότητα της Κύπρου να διευκολύνει τις εμπορικές σχέσεις των Τουρκοκυπρίων με την ΕΕ υπό την προϋπόθεση ότι οι εισαγωγές και εξαγωγές θα γίνονται από τους νόμιμους λιμένες και τα αεροδρόμια της Κύπρου, που είναι βεβαίως υπό τον έλεγχο της κυπριακής κυβερνήσεως. Για τον σκοπό αυτό αρκεί η διεύρυνση του λεγόμενου «κανονισμού για την Πράσινη Γραμμή», που είναι ήδη σε ισχύ και αφορά τη διακίνηση οικονομικών αγαθών διαμέσου της «Πράσινης Γραμμής» όπως αποκαλείται κατά διπλωματικό ευφημισμό η «Γραμμή Αττίλα».
Οι ισχυρισμοί του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών εκπορεύονται από σκόπιμη σύγχυση που καλλιέργησε μέσω της φινλανδικής προεδρίας η βρετανική διπλωματία ή, εκ του πονηρού, από τον γερμανό υπουργό Εξωτερικών κ. Σταϊνμάγιερ;
Ο τελευταίος ήταν στενός συνεργάτης του πρώην γερμανού καγκελάριου, κ. Γκέρχαρντ Σρέντερ, του οποίου είναι γνωστές οι απόψεις για το «απευθείας εμπόριο», όπως και του πρώην γερμανού υπουργού Εξωτερικών κ. Γιόσκα Φίσερ. Εάν ισχύει η δεύτερη περίπτωση οι ισχυρισμοί του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών πρέπει να ερμηνευθούν μέσα από το πρίσμα τριών επιδιωκόμενων τακτικών στόχων:
• Να προκαταληφθεί η γερμανίδα καγκελάριος, που εκφράζει άλλη πολιτική στο θέμα της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ και να επιβληθεί ως προτεραιότητα της γερμανικής προεδρίας το «απευθείας εμπόριο» και οι σχετικές πιέσεις κατά της Κύπρου. Είναι γνωστή η διαπάλη μεταξύ των δύο κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού για το θέμα των ευρωπαϊκών σχέσεων.
• Να δημιουργηθεί στην ΕΕ ευνοϊκό κλίμα υπέρ του «απευθείας εμπορίου», με την επιστράτευση για τον σκοπό αυτό του βάρους της γερμανικής προεδρίας και τον διεμβολισμό του γαλλογερμανικού άξονα.
• Να αναβιώσει το κλίμα της εποχής Φερχόιγκεν με κατηγορίες κατά της Κύπρου ότι είναι δήθεν αναξιόπιστη και ότι «εξαπάτησε» πάλι την ΕΕ!
Προφανώς, οι στόχοι αυτοί εντάσσονται στη γενικότερη αμερικανοβρετανική στρατηγική. Η τελευταία επιδιώκει:
• Την αντιστροφή των διπλωματικών όρων υπέρ της τουρκικής πλευράς,
• τη δημιουργία αρνητικού κλίματος για την Κύπρο στην ΕΕ και την άσκηση ασφυκτικών πιέσεων εκ μέρους της ΕΕ κατά της Κύπρου για την αποδοχή του «απευθείας εμπορίου» αντί κατά της Τουρκίας για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως.
Κρίσιμες οι συζητήσεις για το «απευθείας εμπόριο» στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων του Ιανουαρίου
Από τη σκοπιά αυτή είναι κρίσιμες οι διαβουλεύσεις που θα λάβουν χώρα στο πρώτο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ (Γενικών Υποθέσεων), τον Ιανουάριο. Στη Σύνοδο Κορυφής συμφωνήθηκε το θέμα αυτό να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη του Συμβουλίου. Το φιλοτουρκικό στρατόπεδο θα προσπαθήσει:
• Να φέρει σε δύσκολη θέση την Κύπρο.
• Να παρουσιάσει το Κυπριακό ως δήθεν πρόβλημα σχέσεων με τους Τουρκοκυπρίους και
• να ασκήσει κάθε δυνατή πίεση για την επιβολή του «απευθείας εμπορίου», ως δήθεν απαραίτητου όρου για τη «λύση» του Κυπριακού και την «επανένωση» της Κύπρου.
Ο ευφημισμός της «επανένωσης» χρησιμοποιείται κατά κόρον και εκ του πονηρού για να συκοφαντείται και να διαβάλλεται ως υποστήριξη της διχοτομήσεως οποιαδήποτε αντίθεση και αντίσταση κατά σχεδίων τύπου Ανάν που εμφανίζονται υπό τον μανδύα της δήθεν «επανένωσης»! Με τον τρόπο αυτό γίνεται προσπάθεια το θύμα της εισβολής, της κατοχής και της ντε φάκτο διχοτομήσεως να παρουσιάζεται ότι είναι αυτό που δεν θέλει τη «λύση» του Κυπριακού και την «επανένωση» της πατρίδας του, αλλά βολεύεται με τη διχοτόμηση!
Η θέση της Κύπρου είναι ισχυρή γιατί κατοχυρώνεται από τη Συνθήκη Προσχωρήσεως στην ΕΕ, η οποία δεν μπορεί να αλλάξει χωρίς τη δική της συγκατάθεση. Η βρετανική διπλωματία, που πρωτοστατεί στον πόλεμο κατά της Κύπρου για την επιβολή απαράδεκτης λύσεως, βυσσοδομεί προς δύο κατευθύνσεις. Προσπαθεί αφενός να υπονομεύσει την αναγνώριση της Κύπρου και αντιστοίχως να αναβαθμίσει το ψευδοκράτος. Επιδιώκει αφετέρου να παγιδεύσει διπλωματικά την Κύπρο, ασκώντας ευρωπαϊκές και διεθνείς πιέσεις σε συμφωνίες για το εμπόριο των Τουρκοκυπρίων με τις οποίες ουσιαστικά η Κύπρος θα αυτοϋπονομευόταν. Οι συμφωνίες αυτές θα καθιστούσαν δηλαδή αναγκαία για την εφαρμογή τους την άρση του δικού της βέτο για την τροποποίηση του Παραρτήματος. Το τελευταίο είναι συνημμένο στη Συνθήκη Προσχωρήσεως και αφορά την αναστολή του ευρωπαϊκού κεκτημένου στην κατεχόμενη Κύπρο για όσον χρόνο αυτή δεν θα βρίσκεται υπό τον έλεγχο της κυπριακής κυβερνήσεως.
Ο κίνδυνος αυτός είναι ορατός και η ελληνική πλευρά πρέπει να τον έχει πάντα υπ’ όψιν. Πρέπει να οριοθετεί αναλόγως τους τακτικούς ελιγμούς που μπορεί να θεωρήσει σκόπιμους, ώστε αυτοί να μη θέσουν σε κίνδυνο τη βασική θέση αρχής της ελληνικής πλευράς σχετικά με το «απευθείας εμπόριο». Να μη δημιουργήσουν επίσης ρήγμα στη Συνθήκη Προσχωρήσεως, που είναι η ασπίδα της Κύπρου στην ΕΕ και βασικό θεμέλιο της διεθνούς αναγνωρίσεώς της.
Βρετανικές πιέσεις στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ελέγχου Πτήσεων για το αεροδρόμιο της Τύμπου στην κατεχόμενη Κύπρο
Διπλωματική μάχη εκτυλίσσεται και σ’ ένα άλλο μέτωπο. Αυτό των απευθείας πτήσεων προς το αεροδρόμιο της Τύμπου στην κατεχόμενη Κύπρο. Τις τελευταίες υποσχέθηκε σκανδαλωδώς προς τον τούρκο πρωθυπουργό ο άγγλος ομόλογός του κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Άγκυρα, μετά τη Σύνοδο Κορυφής.
ΟΙ βρετανικές προσπάθειες έμειναν μετέωρες γιατί, προφανώς, σκόνταψαν στη διεθνή νομιμότητα και στους κανονισμούς του διεθνούς αεροπορικού ελέγχου και της διεθνούς ασφάλειας. Το Λονδίνο έστρεψε για τον λόγο αυτό τις προσπάθειές του προς τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ελέγχου Πτήσεων (Eurocontrol). Προσπαθεί συγκεκριμένα να προωθήσει τη διχοτόμηση του κυπριακού εναερίου χώρου και την αναγνώριση στο ψευδοκράτους δικαιωμάτων αεροπορικού ελέγχου πάνω από την κατεχόμενη Κύπρο.
Για να προκαλέσει σχετική συζήτηση, υπέβαλε στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό καταγγελίες ότι υπάρχει πρόβλημα αεροπορικής ασφάλειας πάνω από την Κύπρο, λόγω των παρεμβάσεων του ραντάρ ελέγχου του αεροδρομίου της Τύμπου. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός προσεκάλεσε, μετά τις καταγγελίες, την Κύπρο και την Τουρκία σε διμερή συνάντηση εφόσον το θέμα αφορά την Περιοχή Ελέγχου Πτήσεων (FIR) των δύο χωρών. Η Άγκυρα, όπως αναμενόταν, αρνήθηκε να προσέλθει και παραπέμπει το θέμα στο ψευδοκράτος, το οποίο επιδιώκει να επιβάλει ως συνομιλητή της κυπριακής κυβερνήσεως και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού. Η Κύπρος απέρριψε βεβαίως τις τουρκικές αιτιάσεις και προτάσεις και καθιστά υπεύθυνη για το πρόβλημα ασφάλειας των πτήσεων την Άγκυρα. Η διελκυστίνδα όμως θα συνεχισθεί γιατί αποτελεί πτυχή της στρατηγικής που προωθούν οι Βρετανοί, με αμερικανική υποστήριξη, και η Άγκυρα για την επιβολή του «απευθείας εμπορίου» ως προϋποθέσεως για ντε φάκτο «λύση» τύπου Σχεδίου Ανάν.
Αναμένεται ένταση των πιέσεων και των υπονομευτικών σχεδιασμών κατά της Κύπρου το 2007
Τα παραπάνω προμηνύουν ένταση των πιέσεων και των υπονομευτικών σχεδιασμών κατά της Κύπρου, με στόχο να δημιουργηθούν το 2007 οι κατάλληλες συνθήκες για τη δρομολόγηση «εξελίξεων» το 2008, μετά τις τουρκικές εκλογές ή ακόμη και μετά τις κυπριακές προεδρικές εκλογές (2008).
Στο πνεύμα αυτό, παράλληλα, με τις προσπάθειες για το «απευθείας εμπόριο» και την αναβάθμιση του ψευδοκράτους «αναμένεται να μπει στον χορό κατά τους προσεχείς μήνες και ο νέος Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, με βάση την υποτιθέμενη συμφωνία Παπαδόπουλου – Ταλάτ της 8ης Ιουλίου 2006.
Εάν πάρει κανείς στα σοβαρά τον ισχυρισμό ότι οι εκλογές του 2007 εμποδίζουν την τουρκική πλευρά να επιδείξει οποιαδήποτε ευελιξία στο Κυπριακό, τίθεται, προφανώς, το ερώτημα τι νόημα έχουν και τι μπορεί να προσδοκά κανείς από διαβουλεύσεις και συζητήσεις στο πλαίσιο του ΟΗΕ κατά την περίοδο αυτή. Οι αρχιτέκτονες, όμως, του σεναρίου της εμπλοκής του ΟΗΕ δεν ανακόπτονται από τέτοιου είδους αντιφάσεις. Θέλουν οπωσδήποτε την άμεση εμπλοκή του για να επιβεβαιώσουν και να παγιώσουν το προνομιακό γι’ αυτούς πλαίσιο του ΟΗΕ ως τη διπλωματική διαδικασία για την «επίλυση» του Κυπριακού και ως διπλωματικό εργαλείο για την απενοχοποίηση της τουρκικής πλευράς και την επίρριψη ευθυνών στην ελληνική.
Με τα δεδομένα αυτά εκφράζει κανείς απορία για την υπουργό Εξωτερικών που έσπευσε να δηλώσει με συγκρατημένη αισιοδοξία ότι αναμένεται νέα κινητικότητα για το Κυπριακό το 2007!
Τι είδους κινητικότητα και για ποιον σκοπό; Οι δημόσιες εκτιμήσεις του ομολόγου της στη Λευκωσία και της κυπριακής κυβερνήσεως είναι ακριβώς αντίθετες. Η κυπριακή κυβέρνηση αντιμετωπίζει, μάλιστα, με μεγάλη ανησυχία τις συνεχείς εφόδους της αγγλοαμερικανικής διπλωματίας στο μέτωπο του «απευθείας εμπορίου», αλλά και στο πλαίσιο της γραμματείας του ΟΗΕ που είναι υπό τον άμεσο πολιτικό της έλεγχο.
Η ανάγκη νέας πολιτικής και στρατηγικής επιβεβλημένη όσο ποτέ
Ιδιαίτερα ενδεικτικές του ανησυχητικού κλίματος που διαμορφώνεται στο Κυπριακό είναι οι δηλώσεις του ιστορικού ηγέτη των σοσιαλιστών στην Κύπρο, Βάσου Λυσσαρίδη, που έγιναν την περασμένη εβδομάδα σε δύο διαδοχικές συνεντεύξεις του στις μεγάλες εφημερίδες της Κύπρου, «Φιλελεύθερος» και «Σημερινή».
Ο επίτιμος, σήμερα, πρόεδρος του σοσιαλιστικού κόμματος ΕΔΕΚ επικρίνει με δριμύτητα την ακολουθούμενη πολιτική. Υποδεικνύει τα αδιέξοδα και τους κινδύνους και καλεί σε επανεξέταση της ατελέσφορης και επικίνδυνης σημερινής πορείας. Άξονας της νέας πορείας της Κύπρου πρέπει να είναι η σημερινή της ιδιότητα ως χώρας-μέλους της ΕΕ και η προβολή της ουσίας του Κυπριακού, που είναι η εισβολή και η συνεχιζόμενη κατοχή. Είναι απαράδεκτο και αδιανόητο να μην αναγνωρίζεται από την Άγκυρα μια χώρα-μέλος, και όμως να συνεχίζεται απρόσκοπτα η ενταξιακή της πορεία και να υπονομεύεται, αντιθέτως, η διεθνής υπόσταση της Κύπρου.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ, Γιαννάκης Ομήρου, ένας από τους τρεις της κυβερνητικής συνεργασίας, έθεσε θέμα επανεξετάσεως της ακολουθούμενης πολιτικής και στρατηγικής.
Πίσω από τις γραμμές διακρίνει κανείς την έντονη δυσφορία που προκαλεί η προφανής επιρροή του ΑΚΕΛ στη διαμόρφωση της κυβερνητικής στρατηγικής προς μια κατεύθυνση δηλαδή που κρατά καθηλωμένη την Κύπρο σε μια στρατηγική παραπλήσιας εκείνης που οδήγησε στο Σχέδιο Ανάν και την παρεμποδίζει ν’ αξιοποιήσει αποφασιστικά τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
Καίρια ευθύνη για την κατάσταση αυτή φέρουν, βεβαίως, και οι πολιτικές δυνάμεις στην Αθήνα, κατά πρώτον λόγο το κυβερνητικό κόμμα και η αξιωματική αντιπολίτευση. Εμμένοντας στη γνωστή πολιτική της προωθήσεως της Τουρκίας στην Ευρώπη, αχρηστεύουν κυριολεκτικά τα διπλωματικά όπλα της ελληνικής πλευράς και την εγκλωβίζουν σε μια αντιφατική και αυτοϋπονομευτική πολιτική.
Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστική η παρατηρούμενη στροφή των σοσιαλιστικών κομμάτων κατά των θέσεων της ελληνικής πλευράς, τη στιγμή που ο αρχηγός του ελληνικού σοσιαλιστικού κόμματος ηγείται της Σοσιαλιστικής Διεθνούς! Η εξήγηση δεν είναι δύσκολη. Αφού το ίδιο το ελληνικό σοσιαλιστικό κόμμα παραμένει ακόμη στις ίδιες θέσεις και θεωρεί ως κατάλληλη «λύση» για την Κύπρο το Σχέδιο Ανάν, με ποια λογική θα πλειοδοτήσουν τα τρίτα κόμματα;
Με την ίδια λογική το κυβερνητικό κόμμα αγωνίζεται να προωθήσει το Ισλαμικό Κόμμα του Ερντογάν στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο συσπειρώνει τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης.
Τι θα μπορούσε να αναμένει κανείς από την πολιτική αυτή; Τα αποτελέσματα είναι ορατά. Η Κύπρος, ανεχόμενη τη μη αναγνώρισή της και την απρόσκοπτη συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, κινδυνεύει να αναδειχθεί η ίδια σε πρόβλημα της ΕΕ αντί της Τουρκίας.
Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν έχουν περιθώρια συνεχίσεως, χωρίς βαρύτατο κόστος, της ίδιας πολιτικής. Ειδικότερα για την Κύπρο, για την οποία ο κίνδυνος είναι αμεσότερος, επείγει η χάραξη μιας νέας στρατηγικής με κύριους άξονες:
• Την επιλογή του διπλωματικού πεδίου της ΕΕ ως προνομιακού χώρου για τον διπλωματικό αγώνα και τη σταθερή υπεράσπιση, στο πνεύμα αυτό, της θέσεως της Κύπρου.
• Την προβολή του Κυπριακού ως θέματος εισβολής και κατοχής και όχι απλώς ως διακοινοτικής διαμάχης. Η περιβόητη πολιτική «επαναπροσεγγίσεως» με τους Τουρκοκυπρίους δεν μπορεί να καταλήγει σε αποσιώπηση της τουρκικής κατοχής.
• Την ανάληψη διεθνούς εκστρατείας για την αντίκρουση της τουρκικής και άλλης προπαγάνδας που παραγράφει την τουρκική κατοχή και παρουσιάζει ως δήθεν θύματα τους Τουρκοκυπρίους.
• Τη διαφύλαξη και την ενίσχυση της αμυντικής θωρακίσεως της Κύπρου για όσο χρόνο παραμένει σε εκκρεμότητα το Κυπριακό.
Η υλοποίηση της στρατηγικής αυτής ως εθνικής στρατηγικής της Ελλάδος και της Κύπρου προϋποθέτει, προφανώς, την απαγκίστρωση σημαντικών πολιτικών δυνάμεων από σχέδια «λύσεως» τύπου Ανάν και την αναθεώρηση μιας πολιτικής που έβλαψε ήδη αρκετά μέχρι τώρα την Ελλάδα και τον Ελληνισμό.
* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής