Μια φορά και έναν καιρό

Το μαγαζί το διατηρούσε με τα δόντια ο Ανέστης παρά τη παραμορφωτική αρθρίτιδα που τον σκυλοταλαιπωρούσε, για να συμπληρώσει μερικά ένσημα που του λείπανε, να πάρει σύνταξη να ξεκουράσει κι αυτός το κορμάκι του το μπασμένο από τα δώδεκα στη βιοπάλη.

Έκανε όνειρα για κείνη την άγια μέρα. Και πρώτα πρώτα θα βρόνταγε το ξυπνητήρι στο πλακώστρωτο του δρόμου να γίνει χίλια κομμάτια, αν δεν ήταν φυσικά παρκαρισμένο κανένα γιωταχί στο πεζοδρόμιο. Κι ύστερα, ούτε που θα ξανάβγαζε εκείνες τις ριγωτές πυτζάμες από πάνω του. Μʼ αυτές θα τον θάβανε, που λέει ο λόγος, σαν ερχότανε η άλλη ώρα η καλή… Το κατάστημα λειτουργούσε μέχρι τις τρεις το μεσημέρι. Μετά κατέβαζε το ρολό, έβαζε το λουκέτο και τράβαγε σπιτάκι του νʼ ακούει την γκρίνια της γυναίκας του. Γιατί άλλοτε που το κράταγε ανοιχτό μέχρι το βράδυ, πελάτη δεν σταύρωνε. Αντίθετα ενʼ απόβραδο, την ώρα που έκλεινε, πλάκωσαν κάτι θηρία με μουτσούνες και μαχαίρια και του ζήτησαν την είσπραξη. Ευτυχώς οι κακοποιοί ήσαν από καλή πάστα, παιδιά ίσως καλών οικογενειών με σωστή αγωγή, καλοαναθρεμμένα που του φέρθηκαν με πολύ σεβασμό. Μέχρι που τον απεκάλεσαν «παππούλη». Ούτε και που βάλανε όλη τους τη δύναμη στις μπουνιές που του ρίξανε. Έτσι έκλεινε μόλις φεύγανε οι λιγοστοί καθημερινοί του πελάτες, γερόντια κι αυτοί, που είχανε βρει το μπατιριμένο καφενείο σαν το ιδανικό τους στέκι, δημιουργώντας οικογενειακή ατμόσφαιρα. Όλοι τους σχεδόν κοντογείτονες, μεταξύ τους είχαν γίνει σαν αδελφοποιτοί καθώς ταίριαξαν τα χνώτα τους, ασχέτως αν τα χνώτα του ενός μύριζαν οξόνη επειδή υπέφερε από διαβήτη. Μαζεύονταν, πίναν το καφεδάκι τους, σχολίαζαν την επικαιρότητα και λέγανε τα δικά τους. Ποια δικά τους δηλαδή; Όλο μίλαγαν για αρρώστιες και για φάρμακα, ανταλλάσσοντας απόψεις με αυθεντία γνώμης, σαν Βιεννέζοι καθηγητές σε ιατρικό συμβούλιο στο προσκέφαλο ψυχορραγούντος εστεμμένου. Έτσι κι άναβε η κουβέντα, αυτό δεν ήταν ουζάδικο αλλά τα εξωτερικά ιατρεία του Ευαγγελισμού. Μέχρι που ο Τάσος ο καλαμπουρτζής πρότεινε νʼ αλλάξει η φίρμα και από καφέ-ουζοπωλείο «Η καλή καρδιά» να γίνει καφέ ουζοπωλείο «Οι καλοί καρδιοπαθείς». Τώρα, εδώ που τα λέμε, γέροι γέροι αλλά τα κουσουράκια τους τα είχανε. Μαζί με την κρυψίνοια της ηλικίας, διατηρούσαν κι ένα κρυφό κομπόδεμα από τα λεφτά για τα ψώνια που ξάφριζαν από τις γυναίκες τους. Να ʼχουνε να πιούνε ένα απαγορευμένο ούζο χωρίς να λογοδοτήσουνε ή ακόμα και για καμιά κραιπάλη στα μουλωχτά επειδή κάθε τόσο ξύπναγε η περδικούλα τους, αν έστεργε φυσικά και το Ρικάκι, ο πειρασμός με την ξανθή αλογοουρά. Πέρναγε έξω από το καφενείο κουνιστό και λυγιστό, με το μίνι και τον έξω αφαλό, και στο διάβα της όποια επιστημονική συζήτηση κι αν είχαν τη διέκοπταν κι έπεφτε μια σιγή απόλυτης μελαγχολίας. Κάτι σαν ενός λεπτού σιγή εις μνήμην.

Σήμερα ξαναφάνηκε ο Νικολής, που είχε χαθεί δυο-τρεις βδομάδες από την παρέα τους, αλλά κανένας δεν ρώταγε για την εξαφάνισή του, επειδή φοβόταν την απάντηση που σίγουρα θα έπαιρνε. Μα πιο πολύ φοβόταν τη συνέχεια, όταν θα εμφανιζότανε στη σκέψη σαν αερικό μια μέγαιρα, όπως η νοσοκόμα του οδοντίατρου που έμπαινε στην αίθουσα αναμονής και γεμάτη χαιρεκακία ρώταγε: «Ποιος έχει σειρά;» Έκαναν χαρές που τον είδαν γερό κι ευθυτενή, παρόλο που… παραπατούσε. Άρχισαν την ανάκριση για την απουσία του, που ήτανε αισθητή. Ο Νικολής έκατσε στην καρέκλα, έφερε τη μασέλα του στη σωστή της θέση και είπε: «Είχανε κάποιοι γιατροί πρωτάθλημα πινγκ-πονγκ». Έμπλεξα με τον αγώνα τους…»

«Κι εσύ ήσουν ρέφερης;», ρώτησε ο Πάνος.

«Όχι», απάντησε και ξεροκατάπιε. «Εγώ ήμουνα το μπαλάκι…» Κι ύστερα το ʼρίξε στη φιλοσοφία και χωρίς κανένας να το ζητήσει, άρχισε νʼ αναπτύσσει την κοσμοθεωρία του:

«Γιατί παραπονιόμαστε για τις αρρώστιες μας, για το συκώτι, τη χολή μας και την ουροδόχο κύστη μας; Έρχεται, καθώς ξέρουμε, η στιγμή που σε φωνάζει ο Μεγάλος Ξενοδόχος και σου λέει πως έφτασε η ώρα να του αδειάζεις τη γωνιά. Κοιτάζει την καρτέλα σου και βλέπει πως καλά πέρασες, καλά ήπιες, καλά γλέντησες, έκανες τις λαδιές σου, γκομένιασες. Τσαλαπάτησες τις εννέα από τις δέκα εντολές, τράβα τώρα στο λογιστήριο, να πάρεις εξοφλητική απόδειξη και νʼ αρχίσεις να του δίνεις σιγά σιγά… Κιʼ εσύ, αντί σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος, αντί να βάλεις την ουρά υπό τα σκέλη και σκύβοντας το κεφάλι σεμνά και ταπεινά νʼ αποχαιρετίσεις την καβαφική Αλεξάνδρεια που χάνεις, αρχινάς τα κλαψουρίσματα. Και ζητάς παράταση. Κι εκλιπαρείς. Και σέρνεσαι στα πόδια σου ικετεύοντας να παραμείνεις. Και φιλεύσπλαχνος ο Μεγάλος Ξενοδόχος σού δίνει αναστολή εξώσεως, αλλά σου αλλάζει δωμάτιο, που ήτανε ευάερο κιʼ ευήλιο με θέα στο γαλάζιο άπειρο και στον φωταγωγό τής σχολής μανεκέν, και σε ξαποστέλνει σε μιαν υπόγα γεμάτη αράχνες κι υγρασία να περάσεις μίζερα. Kιʼ εσύ, προκειμένου να κερδίσεις κάποιες αδιάφορες μέρες, κορδώνεσαι για τη μαγκιά σου, που τάχα τον έριξες και πήρες παράταση. Όμως αυτή δεν δίνεται τζάμπα. Πληρώνεται με τόκους και πανωτόκια θεσμοθετημένα όχι από οικονομολόγους που δεν σκαμπάζουνε γρυ, αλλά από την όπου Γης ιατρική επιστήμη. Και να που αρχινά τα άλματα η καθίζησή σου. Να η πέτρα στα νεφρά. Πάρε και μια κίρρωση του ήπατος να ʼχεις να πορεύεσαι. Είναι κι εκείνος ο απροσδιόριστος πόνος που επιμένει, ήθελές τα κι έπαθές τα μάγκα μου και κάτσε τώρα να ευχαριστηθείς τα νοσοκομεία και τους ορούς. Σε πάνε στον γιατρό που σε κάνει φύλλο και φτερό. Ύστερα ξύνει το κούτελο και ρωτά την ηλικία σου. Κι όταν την ψελλίζεις, χαμογελά και γεμάτος ικανοποίηση που πέτυχε στη διάγνωση διάνα, σου λέει ενθαρρυντικά: “Ε, στην ηλικία σας τι περιμένετε πια…” Και σε ταράζει στα φάρμακα που σε κάνουνε τελατίνη, γιατί όπως είπε κάποιος: “Σήμερα τα φάρμακα είναι τόσο ισχυρά που μόνον ένας απόλυτα υγιής μπορεί να τʼ ανθέξει”. Εσύ όμως επιμένεις να κρατηθείς. Αρπάζεσαι απʼ το κρεβάτι, το φορείο, το καροτσάκι και χτυπάς γεμάτος νεύρα τα ποδάρια σου, σαν το μωρό στην κολυμπήθρα όταν το βαφτίζουν, καθώς παραπονιέσαι επειδή πληρώνεις για τη διαμονή σου…»

Σταμάτησε, αλλά μια παγωνιά έπεσε στο τραπέζι. Σαν από σύνθημα, δυο-τρεις κοίταξαν ταυτόχρονα το ρολόι τους και ο Ανέστης, χωρίς να τον φωνάξουν, ήρθε να μαζέψει τα σερβίτσια. Μόνον ο Νικολής άφησε τη μνήμη του να περιδιαβάζει σε χρόνια περασμένα κι άρχισε έναν μονόλογο που κανείς δεν έκατσε να τον ακούσει… «Ήταν, θυμάμαι –λέει– λίγο μετά την απελευθέρωση, εγώ μικρό παιδί τότες, με είχαν στείλει στον φούρνο να πάρω το ψωμί του δελτίου. Καθότανε σταυροπόδι στο γραφειάκι του ο κυρ Γιώργης ο φούρναρης και κούναγε νευρικά από συνήθεια το πόδι του κι απέναντι στον πάγκο η κυρα-Λένη, η γυναίκα του, έκοβε με τη μεγάλη μαχαίρα τα καρβέλια κι έδινε τις μερίδες του δελτίου. Ξαφνικά μπήκε στον φούρνο ένα καλοκάγαθο γεροντάκι, ροδαλό και κοτσονάτο, κατευθύνθηκε στον φούρναρη και του είπε με όλη τη γλυκύτητα της φωνής του: “Κυρ Γιώργο μου, ήρθα να σʼ αποχαιρετίσω γιατί σε λίγες μέρες θα πεθάνω!” Συγκινήθηκε ο κυρ Γιώργης και σχεδόν δακρυσμένος έψαχνε να βρει λέξεις να του δώσει κουράγιο. Αλλά ο γεράκος ήταν ήδη στο μπακάλικο της απέναντι γωνιάς, του μικρού μας κόσμου. Στη βδομάδα επάνω μάς άφησε χρόνους, γεμάτος αξιοπρέπεια, χωρίς αιτήσεις για ανώφελες παρατάσεις…»


Σχολιάστε εδώ