Μια φορά και έναν καιρό

Η δασκαλίτσα, άρτι αποφοιτήσασα
από τη Φυσικομαθηματική Σχολή, ήταν άτομο κατά δήλωσή της τελείως απελευθερωμένο, μισούσε θανάσιμα τα ωράρια, τις καταπιέσεις και τα λοιπά μαρτύρια στα οποία υποβάλλουν οι στυγνοί εργοδότες το προσωπικό τους κι
έτσι εργαζόταν ως
ελεύθερος επαγγελματίας παραδίδοντας μαθήματα κατʼ οίκον, κατηγορώντας ταυτόχρονα το εκπαιδευτικό σύστημα που ανέχεται παρόμοιες εξωσχολικές διδασκαλίες. Ήταν μια άκρως θελκτική κοπέλα που ακαριαίως ενέκρινε ο πατήρ για να δώσει τα φώτα της στο σπλάχνο του, βεβαιωθείς για την ευρυμάθειά της κατά το «Εξ όνυχος τον λέοντα» ή σε ελεύθερη διασκευή: «Εκ γάμπας τη διδασκάλισσα». Ήταν ολίγον μπερμπαντάκος και δεν άφηνε ευκαιρία που να μη μοστραριστεί για Δον Ζουάν. Η σύζυγός του, που επαναλάμβανε πως «ό,τι και να κάνει, ΕΓΩ είμαι το στεφάνι του», επαγρυπνούσε σε θέση «ημιανάπαυσης», όπως φωνάζουν τα στραβάδια στον στρατό, και ετέθη σε μερική επιφυλακή βλέποντας τη βιασύνη του να τη προσλάβει. Αλλά κι η κοπελιά ήταν φανερό πως περισσότερο από τις όποιες επιστημονικές της γνώσεις, είχε ανεπτυγμένο υπερμέτρως το «γνώθι σαυτόν» για τα φυσικά της προσόντα που πρόβαλλε δεόντως, διαφέρουσα εμφανισιακά απʼ τις συνομήλικές της. Τα κατάμαυρα μαλλιά της, σε ποσότητα που θα ζήλευε και ο Αβεσσαλώμ, χύνονταν ρέμπελα στην πλάτη της. Φορούσε μαύρη μπλούζα με μαύρη φούστα που έφτανε μέχρις αστραγάλων και «μπατίκ» φουλάρι, όλα προελεύσεως Άπω Ανατολής, ζεύγος γυαλιών ηλίου κολλημένο στο κούτελο, στο δε χέρι κράταγε ταγάρι μέσα στο οποίο υπήρχε βιβλίο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, μια παραμάνα, ένα μολύβι με σπασμένη μύτη, ένα μπεγλέρι και διάφορα άλλα προσωπικά της αντικείμενα με προεξάρχοντα τα κατατασσόμενα στα είδη καπνιστού. Βολεύτηκε όσο μπορούσε καλύτερα στην πολυθρόνα, άπλωσε τις ποδάρες της και βγάζοντας απʼ το ταγάρι ένα τενεκεδένιο κουτί με καπνό κι ένα πακετάκι τσιγαρόχαρτα, άρχισε να στρίβει τσιγάρο. Η νοικοκυρά, ενοχλημένη που θα ντουμάνιαζε το σπίτι, φώναξε στη Γεωργιανή να φέρει τασάκι κι ύστερα, καθώς ήταν άνθρωπος πολύ φιλόξενος και από φόβο μην τους θεωρήσει κοτζάμ δασκάλα για γύφτουλες, τη ρώτησε αν θέλει να πάρει κάτι. «Μη σας βάλω σε κόπο», αποκρίθηκε ευγενικά και συμπλήρωσε: «Έναν σκέτο ελληνικό θα τον έπινα». «Η κυρία Μαυρομούλαρου έδωσε στην υπηρέτρια τις δέουσες οδηγίες και έσπευσε να ειδοποιήσει το παιδάκι της, που αφοσιωμένο στον υπολογιστή του εξολόθρευε εξωγήινους: «Ιωάννη», φώναξε. «Έλα, ήρθε η κυρία καθηγήτρια…».
«Α, παράτα με», αποκρίθηκε από τα ενδότερα της οικίας στη μητρική πρόσκληση ο Ιωάννης. Η δασκαλίτσα ξεφύσηξε τον καπνό κι απορημένη ρώτησε: «Γιατί τον φωνάζετε Ιωάννη κι όχι Γιάννο, Γιαννάκη ή Τζώνη σαν όλα τα παιδιά;». Και για να κάνει πνεύμα, καθώς νόμιζε, πρόσθεσε: «Αυτό το “Ιωάννη”, μου θύμισε τον Ιωάννη τον Ακτήμονα και χασκογέλασε με το εύρημά της, αλλά ο πατήρ τσίνισε, γιατί θεώρησε το αστείο της προσωπική προσβολή και της μίλησε σε πολύ οξύ τόνο: «Άκου δω, κυρά μου, ο γιος μου δεν είναι ακτήμονας. Αυτή εδώ η πολυκατοικία είναι δικιά μου κι όταν με το καλό πεθάνω, αυτός θα την κληρονομήσει. Γιʼ αυτό να προσέχεις τα λόγια σου». Και μετά, αλλάζοντας ύφος, έσπευσε να της εξηγήσει: «Αύριο που θα μεγαλώσει και θα γίνει ένας κοινωνικά καταξιωμένος πολίτης, μπορείς να φανταστείς κοπέλα μου να τον αποκαλούν Γιαννάκη;»
Επειδή η φαντασία της δασκαλίτσας ήταν περιορισμένη και δεν μπορούσε να τον φανταστεί Ύπατο Αρμοστή που θα τον φωνάζουν Γιαννάκη, εξήγησε την προέλευση του δικού της ονόματος: «Εμένα με έβγαλε Ντόλη ο πατέρας μου για να τιμήσει το άλογο που κέρδισε στις κούρσες κι έβγαλε τα έξοδα της βάφτισής μου…». Ξερόβηξε ο Μαυρομούλαρος για να δείξει απαξίωση προς τα πεπραγμένα της οικογενείας της, που δεν ήταν ασφαλώς σοβαρή ούτε της θέσεώς του, και άρχισε να εξυμνεί τη σπάνια ευφυΐα του Ιωάννη και την εφευρετικότητά του σε σκανταλιές στο σχολείο, προσθέτοντας με καμάρι πως όλο λέει η δασκάλα του: «Δεν τον αντέχω άλλο πια…». Σώπασε για λίγο, σαν να ʼθελε να κατακάτσει η περηφάνια του, και κατόπιν γεμάτος πίκρα συνέχισε: «Μόνον τα Μαθηματικά δεν παίρνει», είπε αναστενάζοντας. Η Ντόλη έσβυσε το τσιγάρο που παραλίγο να της κάψει τα δάχτυλα. «Και τι πειράζει;» ρώτησε. Ύστερα αποφάνθηκε: «Ας μην τα παίρνει. Από Αϊνστάινδες είμαστε κομπλέ…». Ο πατέρας έκανε πως δεν άκουσε και συνέχισε διερωτώμενος με τι μούτρα θα βγει στην κοινωνία αύριο χωρίς να ξέρει Μαθηματικά. Πώς θα γίνει αστροφυσικός ή έστω ναυπηγός ή κάτι άλλο παρόμοιο. Ακόμα κι αν κακοκεφαλιάσει και γίνει –ο μη γένοιτο– πολιτικός, πάλι θα του χρειαστούνε… Η δασκάλα άρχισε να στρίβει άλλο τσιγάρο και υψώνοντας τη φωνή δογμάτισε: «Ποτέ του να μη γίνει! Εγώ, καλοί μου, έχω φιλελεύθερες ιδέες και τσιμπούρι δεν γίνομαι σε κανέναν. Με φώναξες να του μάθω αριθμητική. Θα του εξηγήσω πως ένα και ένα κάνουν δύο. Από κει και πέρα “να κι αν μάθει, να κι αν δεν μάθει”. Τη ζαχαρένια μου δεν τη χαλνάω εγώ». Ευτυχώς τα χέρια της
ήταν απασχολημένα προσπαθώντας νʼ ανάψει τσιγάρο και δεν μπόρεσε να τα χρησιμοποιήσει για να κάνει υπό μορφήν παντομίμας απολύτως κατανοητό το λεχθέν «να». Και έτσι η ευπρέπεια παρά τρίχα διασώθηκε… Ο πατήρ πάλιν ξερόβηξε και στράφηκε στη συμβία του:
«Η δεσποινίς Ντόλη…»
«Κυρία, παρακαλώ», τον διέκοψε απότομα. Ο Μαυρομούλαρος κατσούφιασε: «Είσθε παντρεμένη;», ρώτησε πικρόχολα. «Όχι», αποκρίθηκε. «Ούτε και που χρειάζεται για να γίνω κυρία». Τώρα κατσούφιασε η Μαυρομουλάραινα, ενώ το πρόσωπο του συζύγου της έλαμψε. Καθώς η κουβέντα τους ξεστράτιζε, σηκώθηκε και πήγε να φέρει τον Ιωάννη, διότι καταπώς πάει, θα πάρει πόδι απʼ την κυρά του. Η Ντόλη, που δεν ήθελε να χάσει τη δουλειά, μόλις φάνηκε ο μικρός, σχεδόν ρυμουλκούμενος από τον πατέρα του, άρχισε τις μαλαγανιές: «Έλα, κάθησε δίπλα μου Ιωάννη», είπε και συμπλήρωσε με όση γλύκα μπορούσε: «Θα μου πεις πώς σε λένε;». Ο Ιωάννης στράφηκε στον γεννήτορά του που παράστεκε χαμογελώντας ηλίθια. «Ρε πατέρα. Αυτή είναι τελείως γκάου», που πα ʼνα πει στη γλώσσα του πως είναι χαζή πέρα για πέρα. Και για να μην υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία, συμπλήρωσε: «Με φωνάζει πρώτα με τʼ όνομά μου και κολλητά με ρωτάει πώς με λένε… Σκέτο χταπόδι είναι». Έστριψε να φύγει και πέταξε αυτό που η μητέρα του αποκαλούσε με τα γαλλικά της «προσβολασιόν κοντρ
λʼ αμούρ…»: «Αυτή όχι για δασκάλα, ούτε για γκόμενα δεν κάνει», φώναξε. Κατόπιν τούτου η συνέντευξις εθεωρήθη λήξασα. «Λυπάμαι», είπε αποχαιρετώντας τους η Ντόλη, ενώ ο κύριος Μαυρομούλαρος, που είχε βρει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες τις επαναστατικές απόψεις της, την παρακάλεσε ψιθυριστά να περάσει από το γραφείο του να του τις κάνει λιγάκι πιο λιανά…


Σχολιάστε εδώ