Και για την Ελλάδα και για την Κύπρο
Αλλά την ίδια ώρα -κι ενώ τα ζοφερά ενδεχόμενα χρεοκοπίας (ελεγχόμενης ή μη) περισπούν την προσοχή- δεν είναι δυνατόν να παραγνωρίζονται κάποιοι συνακόλουθοι κίνδυνοι, που υφέρπουν σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα. Των οποίων η προοπτική θα αποβεί ακόμη πιο αδυσώπητη, εάν δεν υπάρξουν επαρκείς χειρισμοί και προπαντός αποτρεπτικές αντιστάσεις.
Γιατί στην οικονομία, αργά ή γρήγορα, θα υπάρξουν υπερβάσεις. Και θα δρομολογηθούν λύσεις που να επουλώνουν τα τραύματα. Σε ζητήματα όμως που αφορούν κυριαρχικά δικαιώματα ή γενικότερα ρυθμίσεις εθνικών θεμάτων, τυχόν ολισθήσεις δεν θα είναι αναστρέψιμες. Κι αυτό πρέπει να συνειδητοποιηθεί, μαζί με το αυτονόητο γεγονός ότι, δυστυχώς, η επάρκεια των στρατηγικών αντιστάσεων δεν σχετίζεται μόνο με τις καλές διαθέσεις και τις εθνικές προθέσεις, αλλά συναρτάται κυρίως προς τις πραγματικές δυνατότητες, που μπορεί να μεταφρασθούν σε ισχύ.
Την ώρα λοιπόν που την προσοχή μας την απορροφά η επώδυνη τραυματική καθημερινότητα και την άγχουν οι βάσιμες φοβίες των χειροτέρων που συνέπονται, σε ζητήματα όπως αυτά του Αιγαίου (προσδιορισμός ορίων κυριαρχίας και καθορισμός Οικονομικών Ζωνών), αλλά και μειονοτικά θέματα που τεχνηέντως εγείρονται, σοβούν κρίσιμες εξελίξεις, που μπορεί να αποβούν έως και μοιραίες. Είτε αν εκ των πραγμάτων αφεθούν να ανακύψουν τετελεσμένα είτε αν, λόγω κακών εκτιμήσεων (ή αδυναμιών), γίνουν αποδεκτές απαράδεκτες ρυθμίσεις.
Και κοντά σ’ αυτά βεβαίως είναι και το Κυπριακό. Που μονοδρομείται ήδη σε καταληκτική τροχιά. Καθώς ενεργοποιούνται οσονούπω δυναμικές αντιστρόφου μετρήσεως. Είτε για λύση με άκρως επώδυνο ιστορικό συμβιβασμό είτε για επισημοποίηση του αδιεξόδου, από το οποίο και θα αναπαραχθεί σιωπηρή μονιμοποίηση του σημερινού status quo. Που φυσιολογικά θα οδηγήσει σε de jure αποδοχή της γεωπολιτικής διαιρέσεως της Κύπρου.
Εάν βεβαίως αυτό συμβεί, τότε ο Κυπριακός Ελληνισμός θα έχει αποκτήσει σιωπηρά ημερομηνία ιστορικής λήξεως! Όσο σκληρό και αν αυτό ακούεται, είναι δυστυχώς η αδυσώπητη αλήθεια. Καθώς η Τουρκία (με την ανατασσόμενη ισχύ της και τον δημογραφικό της όγκο) θα έχει αποβεί επικυρίαρχος στην ήδη κρεουργημένη κυπριακή γεωγραφία. Με το στρατηγικό της προγεφύρωμα (το σημερινό «ψευδοκράτος») να αποβαίνει νομιμοποιημένη αιχμή του επεκτατικού της δόρατος.
Αυτές οι επιταχυνόμενες εξελίξεις, όχι τυχαία, συμπίπτουν με όσα συντελούνται στον τομέα των ενεργειακών εξελίξεων στην περιοχή, όπου γεωγραφούνται ήδη ζώνες πολλαπλών συμφερόντων. Και όπου προδιαγράφονται ανταγωνισμοί, που θα επαναπροσδιορίσουν στρατηγικές επιρροές με ανάλογες διαμορφώσεις. Ένα δε καθαυτό κρίσιμο μέρος αυτών των εξελίξεων αφορά τη ζώνη που συνάπτει τα κυπριακά χωρικά ύδατα προς τα αιγαιωτικά. Και κατ’ ακρίβειαν, μεταξύ των δυτικών κυπριακών ακτών και του Καστελλορίζου. Όπου αυτήν τη στιγμή, από πλευράς Τουρκίας, επιβάλλεται κυριολεκτικά πολιτική των κανονιοφόρων.
Υπό το φως αυτών που ακροθιγώς επισημαίνονται, τα δύο κρατικά κέντρα του Ελληνισμού (η Αθήνα και η Λευκωσία) πρέπει, πέραν των ενδοελληνικών δυσχερειών που παρέτυχαν, να συγκλίνουν πάνω σε ουσιαστικές αποφάσεις. Προκειμένου να χαράξουν γραμμή στρατηγικής συνδιαχειρίσεως όσων συντελούνται και αποτρεπτικής αντιμετωπίσεως όσων επαπειλούνται. Για να μη βρεθούν προ αιφνιδιασμών.
Ειδικά στην Κύπρο πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι τα τραυματικά πάθη της Ελλάδος αφορούν επί άλλου επιπέδου -αλλά κατ’ άμεσον τρόπον- κι εμάς. Με προφανείς τις συνέπειες. Καθώς κάθε φυσική αποδυνάμωση του ελλαδικού μητροπολιτικού χώρου επενεργεί αρνητικά και στις κυπριακές αντοχές και αντιστάσεις. Οπότε και για τη δυνάμει αντιστάθμιση αυτών των αρνητικών δεδομένων, επιβάλλεται η παραπέρα στρατηγική ανάταξη της ενότητος Αθήνας – Λευκωσίας. Με συναντίληψη των κοινών κινδύνων και κοινή ιστορική προοπτική. Χωρίς καθόλου αυτό να επιδρά στην κρατική κυπριακή αυτάρκεια. Έτερον εκάτερον…