Η στυγνή ώρα της αλήθειας
Υπό το φως αυτής της απλουστευτικής διαλεκτικής και ως συνέπεια δυναμικών που έχουν ήδη ενεργοποιηθεί, το Κυπριακό δεν μπορεί πλέον να παραμείνει για πολύ στη σημερινή εκκρεμότητα. Δεν θα το αφήσουν. Κι αυτό είναι αναμφίβολο γιατί εκτός των άλλων, οι δυναμικές που αναπαράγει η θεσμική ενσωμάτωση της Κύπρου στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι (αλλά κυρίως οι επιδράσεις που αυτή
ασκεί σε κρίσιμες περιοχές των κοινοτικών διαδικασιών και σχέσεων) προκαλούν σοβαρούς κραδασμούς και διαμορφώνουν ακόμη σοβαρότερες εξελίξεις, που οδηγούν σε νέες και εκ των πραγμάτων εκβιαστικές παρεμβάσεις για λύση όσον αφορά εμάς. Και γιʼ απαλλαγή από τον κυπριακό πονοκέφαλο όσον αφορά τους άλλους. Αυτή είναι η αλήθεια. Κι ας καίει…
Έχουν λοιπόν δίκαιο αυτοί που διατείνονται ότι το σημερινό status quo βαίνει ταχέως προς διαφοροποίηση. Κατʼ ακρίβειαν, τερματίζεται. Ακόμη και με αδιέξοδο, η κατάσταση πραγμάτων που βιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες λήγει. Και θα μεταλλαχθεί αναπόδραστα:
• Είτε σε ομοσπονδιακό μόρφωμα δικοινοτικού συνεταιρισμού, με δομές χαλαρής συνομοσπονδίας και με γεωγραφικό διαχωρισμό, εάν φυσικά ο Ελληνισμός τελικά ενδίδοντας συναινέσει σε ό,τι προάγεται.
• Είτε σε πλήρη και οριστική γεωπολιτική διαίρεση, ως απότοκο της μη λύσεως, με ό,τι αυτό σημαίνει και με όσα θα αναπαραχθούν ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας επικίνδυνης προοπτικής.
Να είμεθα ειλικρινείς και εύτολμοι στην τομή των πραγμάτων. Γιατί ούτε ο ευσεβοποθισμός είναι καλός σύμβουλος ούτε οι αυταπάτες δίδουν διεξόδους στα εθνικά μας αδιέξοδα. Και φτάνοντας κυριολεκτικά πλέον στο «αμήν» (γιατί δεν πρέπει να αυταπατώμεθα όσον αφορά τις καταληκτικές δυναμικές που έχουν ήδη ενεργοποιηθεί), οφείλουμε να αρθρώσουμε διαλεκτικές αλήθειας. Κι αυτές συνοψίζονται στο πολύ απλό και αναντίλεκτο σκεπτικό. Ότι δηλαδή:
1. Διαπραγματευτική λύση του Κυπριακού μονοδρομείται και περνά εξ ανάγκης από παραμέτρους μείζονος ιστορικού (και εκ των πραγμάτων επώδυνου) συμβιβασμού, του οποίου τα βασικά χαρακτηριστικά είναι όσα μπορεί να μεταφράσει πολιτικά (και πολιτειακά) η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, επί τη βάσει πολιτικής ισότητος των δύο εταίρων.
2. Αποτυχία συμβιβασμού, ανεξαρτήτως αιτίων, στην καλύτερη (για μας) περίπτωση παγιώνει τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Αλλά δυστυχώς δεν ανακόπτει τις υποτροπές της, που συναρτώνται προς την καταθλιπτική ανισοσθένεια μεγεθών και ταυτοχρόνως προς πάγιες επιδιώξεις της άλλης πλευράς.
Τα στοιχεία αυτά συνιστούν το τραυματικό ελληνικό δίλημμα, που μας εγκλωβίζει στο ακόμη ζοφερότερο «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα». Γιατί ασφαλώς ούτε οποιαδήποτε λύση χωρίς αξιόπιστες προδιαγραφές ασφαλείας, που δεν θα διέπεται από κάποιες θεμελιώδεις αρχές, είναι δυνατόν να γίνει δεκτή, ό,τι και να συμβαίνει, καθώς διαφορετικά θα επανεισπραχθούν τα χειρότερα, ούτε όμως και η μη λύση προσφέρει ασφαλή διέξοδο, άρα δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή για την ελληνική πλευρά. Εκτός κι αν της επιβληθεί, οπότε θα αποβεί εξ ανάγκης επιλογή.
Αυτά τα κρίσιμα διλήμματα διέπουν τις ανησυχίες της Λευκωσίας και τους προβληματισμούς της Αθήνας, η οποία δυστυχώς βρίσκεται στη μέγκενη εσωτερικών αγκυλώσεων και σε συνθήκες οικονομικής εξουθένωσης. Σε ώρες που θα απαιτηθούν ιστορικές αποφάσεις ως προς το εθνικώς δέον. Και το δέον επικεντρώνεται τελικά σε ένα και αυτονόητο εθνικό ζητούμενο: τη διασφάλιση τέτοιας λύσεως –όσο επώδυνης και αν είναι– που θα παρέχει επαρκή εχέγγυα εθνικής επιβίωσης και ιστορικής συνέχειας για τον Κυπριακό Ελληνισμό στη φυσική του γεωγραφία. Τίποτε περισσότερο. Και, προπαντός, τίποτε λιγότερο.