Η επόμενη μέρα
Οι αδυναμίες, το έλλειμμα πολιτικού ήθους, η πολιτική ανεπάρκεια της ηγετικής ελίτ του κόμματος, ο οπορτουνισμός και οι άμετρες φιλοδοξίες ορισμένων στελεχών, η καπηλεία της παράδοσης του ΠΑΣΟΚ και του ονόματος του ιδρυτή του αποκαλύπτουν το βάθος της κρίσης των προσώπων αλλά και της φυσιογνωμίας και στρατηγικής του Κινήματος.
Όμως μέσα από τις αντιπαραθέσεις και τις απαξιωτικές συμπεριφορές προέκυψαν ορισμένα θετικά αποτελέσματα. Γιατί η ίδια η συνειδητοποίηση των θεμελίων της κρίσης οδηγεί σε πιο ξεκάθαρες εκτιμήσεις, ενεργοποιεί και πάλι ξεχασμένες αρχές και «καταχωνιασμένες» και «σκονισμένες» πολιτικές αξίες.
Το ΠΑΣΟΚ είναι πράγματι κόμμα εξουσίας. Θα πρέπει να μπορεί, δυνάμει, να αναλάβει τη διακυβέρνηση σε κάθε ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Το βασικό ερώτημα όμως είναι αν πράγματι θα ΚΥΒΕΡΝΑ ή θα ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΕΤΑΙ απλώς την εξουσία. Γιατί διαφορετική στρατηγική θα πρέπει να ακολουθήσει για τη μια ή την άλλη επιλογή.
Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ του κινήματος. Η οποία συνεπάγεται την πολιτική του αυτονομία, την οργανική σύνδεσή του με την κοινωνική του βάση, τη σύνθεση των επιμέρους κοινωνικών συμφερόντων και αιτημάτων σε έναν ενιαίο προγραμματικό λόγο, την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ σε πολιτικό κέντρο επεξεργασίας πολιτικών θέσεων και «εκφοράς» πολιτικών αποφάσεων.
Εάν, βεβαίως, η στρατηγική επιλογή επικεντρώνεται στον στόχο μιας διαχειριστικής-κυβερνητικής εξουσίας, τότε οι προϋποθέσεις υπάρχουν ήδη: Τυπική συνύπαρξη των στελεχών, γενικευτικός και «ουδέτερος» πολιτικός λόγος, κραυγαλέα και αντι-δεξιού χαρακτήρα αντιπολίτευση προς τη Νέα Δημοκρατία, με τη (βάσιμη) προσδοκία ότι σε «πρώτη ευκαιρία» η αρνητική ψήφος προς την κυβερνητική παράταξη θα φέρει το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση…
Αυτήν την στρατηγικού χαρακτήρα- διαφορά φαίνεται ότι την κατανόησε τόσο το ίδιο το «οργανωμένο» ΠΑΣΟΚ άσο και το μεγάλο τμήμα της εκλογικής του βάσης, ανεξάρτητα από την ψήφο της 11ης Νοεμβρίου. Κι αυτή ίσως είναι η μόνη θετική «παρακαταθήκη» των τελευταίων εβδομάδων, μια «παρακαταθήκη» που θα κρίνει, ως ένα μεγάλο βαθμό, το παρόν και το μέλλον του ΠΑΣΟΚ.
Η κατανόηση όμως της στρατηγικής που πρέπει να ακολουθήσει το ΠΑΣΟΚ δεν αφορά μόνο την κοινωνική του βάση. Αφορά την ίδια τη νέα ηγεσία του: δηλαδή πρώτον, κατά πόσον κατανόησε και η ίδια την ανάγκη του ριζικού αναπροσανατολισμού της πολιτικής στρατηγικής και, κατά δεύτερον, ποια ισχύ και ποιο βαθμό νομιμοποίησης θα διαθέτει μετά την εκλογική αναμέτρηση.
Η ευρύτερη κοινωνικοπολιτική νομιμοποίηση της νέας ηγεσίας δεν θα εξαρτηθεί τόσο από το αριθμητικό ποσοστό όσο από το «μέγεθος» της προσέλευσης του κοινωνικού «σώματος» στην ψηφοφορία. Αυτό το «μέγεθος» θα κρίνει αν η κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ διαθέτει τη δυναμική της παρέμβασης στις εξελίξεις αλλά και την προσδοκία για ριζικές αλλαγές.
Το δεύτερο βασικό πρόβλημα αφορά στους εσωτερικούς κομματικούς «συσχετισμούς» που θα διαμορφωθούν μεταξύ των δύο κύριων υποψηφίων δηλαδή Παπανδρέου-Βενιζέλου. Ο συσχετισμός δυνάμεων θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και θα καθορίσει ως ένα βαθμό το πεδίο «ελευθερίας κινήσεων» αλλά την πολιτική ισχύ του Προέδρου, ο οποίος σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα θα είναι ο Γ. Παπανδρέου.
Δεν θα πρέπει να γίνεται σύγκριση με τη μικρή διαφορά με την οποία ο Κ. Σημίτης αναδείχθηκε πρόεδρος το 1996. Γιατί στην περίπτωση αυτή την απόλυτη κυριαρχία τη διασφάλισε η εξουσία του πρωθυπουργού και όχι ο «εσωκομματικός συσχετισμός».
Σήμερα οι εξελίξεις είναι πολύ διαφορετικές. Το ένα σημαντικό δεδομένο είναι οι προσωπικές φιλοδοξίες και βλέψεις των αποκαλούμενων «ηγετικών» στελεχών, που θα συνιστούν ένα διαρκές πεδίο «έντασης» και αμφισβήτησης.
Κατά δεύτερον, οι οξύτητες, η έντονη κριτική, οι αντιπαραθέσεις, η αναζήτηση των αιτίων της κρίσης στην κυβερνητική παρουσία του
ΠΑΣΟΚ περιέκλειαν έναν σημαντικό βαθμό αλήθειας.
Και, το κυριότερο, αναδεικνύουν όχι μόνο το «πολιτικό έλλειμμα» των προσώπων αλλά και τις σοβαρές ευθύνες τους. Διαμορφώνουν στην ουσία μέτωπα αντιπαράθεσης που μπορούν να ενεργοποιηθούν σε περιπτώσεις δυσχερειών του ΠΑΣΟΚ σε άμεσο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Το δίλημμα από τις 12 Νοεμβρίου διαμορφώνεται, συνεπώς, στο ερώτημα: Συνύπαρξη με όρους, ή σύνθεση που προϋποθέτει, όμως, όχι μόνο κοινή πολιτικο-ιδεολογική βάση αλλά και εγκατάλειψη προσωπικών στόχων και προσωπικών πολιτικών… Όμως οι ήδη διαμορφωμένες καταστάσεις ελάχιστα περιθώρια αφήνουν για τη δεύτερη κατεύθυνση.
Άλλωστε εκτός από το σημαντικό εσωκομματικό πρόβλημα, και τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τη 12η Νοεμβρίου, το ΠΑΣΟΚ και η ηγεσία του θα έχουν να αντιμετωπίσουν μια σειρά «εξωσυστημικών» προβλημάτων.
Η Νέα Δημοκρατία διαθέτει πλέον ένα πλούσιο οπλοστάσιο «πολιτικής προπαγάνδας» από το άφθονο «υλικό» καταγγελιών και απαξιωτικών χαρακτηρισμών που «κόσμησαν» την «εσωτερική» αντιπαράθεση στο ΠΑΣΟΚ την περίοδο αυτή, το οποίο θα χρησιμοποιεί συστηματικά σε κάθε περίπτωση έντασης με το ΠΑΣΟΚ και τον πρόεδρό του.
Το δεύτερο σημαντικό πρόβλημα είναι εάν πράγματι το ΠΑΣΟΚ θα διαμορφώσει μια πολιτική «απογαλακτισμού» από τα συμφέροντα των ΜΜΕ και γενικότερα από το «σχήμα» της διαπλοκής. Αυτό το ενδεχόμενο προϋποθέτει, πριν απ’ όλα, την ενδυνάμωση της σχέσης του ΠΑΣΟΚ με την κοινωνική του βάση, την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης, που έχουν σήμερα διαρραγεί. Όσο δύσκολο κι αν μοιάζει αυτό το πολιτικό «εγχείρημα», αποτελεί, εν τούτοις, τη μοναδική διέξοδο και τη μοναδική δυνατότητα για το ίδιο το μέλλον του ΠΑΣΟΚ.