Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΥΣΟΒΟΥΛΑ

Πολύς θόρυβος γίνεται τελευταία για τα λεγόμενα «χρυσόβουλα», για τα οποία οι περισσότεροι Έλληνες δεν είχαν ξανακούσει, αλλά εσχάτως μπήκαν στο λεξιλόγιο και των απλών πολιτών. Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε μιλώντας για «χρυσόβουλα». Πρόκειται για παραχωρητήρια βυζαντινών αυτοκρατόρων, τα οποία επικύρωναν οι αυτοκράτορες τοποθετώντας κάτω από την υπογραφή τους και τη χρυσή τους βούλα με τον θυρεό, επισφραγίζοντας έτσι την επισημότητα του εγγράφου.

Οι εκκλησιαστικές αρχές, ούσες μακροβιότερες του σύγχρονου ελληνικού κράτους, απέκτησαν στο μήκος των αιώνων περιουσιακά στοιχεία με διάφορους τρόπους, ανάμεσα στους οποίους είναι και αυτοκρατορικά παραχωρητήρια με χρυσόβουλα κατά τη βυζαντινή περίοδο. Είναι σαφές ότι αυτοί οι τίτλοι ιδιοκτησίας δεν έχουν σχέση με το ελληνικό κράτος, ούτε με την έννομη τάξη την οποία το ελληνικό κράτος διεδέχθη, για τον απλούστατο λόγο ότι η διάδοχος κατάσταση ήταν η Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία επίσης παρεχώρησε στην Εκκλησία περιουσιακά στοιχεία με μπεράτια, ταπιά, και άλλες πράξεις, που προέβλεπε η οθωμανική νομοθεσία.

Έχουν απόλυτο δίκιο ο κ. Δεγλερής και όσοι ισχυρίζονται ότι από της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους όλοι αυτοί οι τίτλοι του παρελθόντος είναι ανίσχυροι, καθότι το νέο ελληνικό κράτος δεν αποτελεί συνέχεια ούτε του Βυζαντίου ούτε της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά νέα ανεξάρτητη έννομη τάξη, που δεν δεσμεύεται από πράξεις παρελθουσών εξουσιών επί του ελλαδικού χώρου.
Το επιχείρημα όμως αυτό, αν και ορθό, σε καμία περίπτωση δεν προσβάλλει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της Εκκλησίας και των Μονών, διότι αυτά δεν στηρίζονται στους παρωχημένους αυτούς τίτλους αλλά στην αδιάκοπη άσκηση νομής και κατοχής επί των ακινήτων επί σειράν αιώνων και στη χρησικτησία η οποία έχει επέλθει. Επομένως, αυτοί οι οποίοι σπεύδουν να καταγγείλουν τα «χρυσόβουλα» ελπίζοντας έτσι σε οφέλη εις βάρος της εκκλησιαστικής και μοναστικής περιουσίας πλανώνται πλάνην οικτράν. Υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι υπερασπίζονται με πάθος το κύρος των «χρυσόβουλων», διότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους σε αυτά στηρίζονται ιδιοκτησίες ελληνορθόδοξων Μονών και Πατριαρχείων στο εξωτερικό, όπως στην Τουρκία, την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Το επιχείρημα αυτό είναι εν μέρει ακριβές και εν μέρει ανακριβές επίσης. Τα κράτη αυτά, το καθένα για τους δικούς του λόγους, που έχουν να κάνουν με πολιτική και διπλωματία και όχι με την εσωτερική τους έννομη τάξη, έχουν επιλέξει να μην αμφισβητήσουν τις ιδιοκτησίες αυτές και πάντως όχι επειδή το ελληνικό κράτος έχει δήθεν επιλέξει μέχρι τώρα να σέβεται τα «χρυσόβουλα». Η Τουρκία, για παράδειγμα, θεωρεί τη σημερινή της έννομη τάξη συνέχεια αυτής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και θα ήταν παράξενο να αμφισβητήσει τίτλους που πηγάζουν από αυτήν. Φυσικά, θα ήταν άκομψο η Ελλάδα, η οποία έχει διπλωματικά συμφέροντα στην ύπαρξη αυτών των ιδρυμάτων και των περιουσιών τους, να βγει και να δηλώσει ότι δεν αναγνωρίζει τους τίτλους αυτούς. Σε τελευταία ανάλυση δεν έχει λόγο να το κάνει, διότι, όπως είπαμε, δεν αλλάζει κάτι σε σχέση με το καθεστώς της εκκλησιαστικής περιουσίας. Αν το ελληνικό κράτος θέλει μερίδιο από την εκκλησιαστική και μοναστική περιουσία, ας φροντίσει να μη συνάπτει επαχθείς συμβάσεις με τα μοναστήρια κατ’ αρχάς και ας τολμήσει να φορολογήσει την εκκλησιαστική περιουσία, όπως κάνει για κάθε πολίτη αντί να φληναφεί περί τα «χρυσόβουλα».

Θανάσης Θεοδώρου


Σχολιάστε εδώ