ΕΦΥΓΕ

Πρόωρα εγκατέλειψε τη ζωή ένας πραγματικός λειτουργός της δημοσιογραφίας, ένας ακέραιος και μειλίχιος άνθρωπος, ένας σημαιοφόρος του αλτρουισμού, ένας ανυποχώρητος υπερασπιστής των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, ένας πολέμιος της σκοπιμότητας, ένας ακούραστος ταξιδευτής, ένας πολίτης του κόσμου:
Ο Γιάννης Ελ. Διακογιάννης.

Έφυγε ο άνθρωπος που είχε αναγάγει σε ιερά σύμβολα τους γονείς του (ποτέ δεν υπέγραφε κείμενο χωρίς το πατρώνυμο, το θεωρούσε ασέβεια).

Ήρθε στη ζωή με τις αρετές των γονιών του, του Λευτέρη Διακογιάννη από την ακριτική Σύμη, αγωνιστή για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου, και της Αθηνάς Τοράκη, ιστορική οικογένεια από τα Χανιά. Κουβαλούσε μέσα του ό,τι διδάχτηκε από αυτούς: Την εντιμότητα, την αγάπη για τον συνάνθρωπο, για την Πατρίδα του, που την ήθελε ακηδεμόνευτη, την αγάπη για τον Λαό, ήλθε με οράματα και με μια βαθιά προοδευτική αντίληψη για τον τόπο και τον λαό, την οποία προάσπιζε με πάθος χωρίς να προκαλεί.

Έζησε, έδρασε, λειτούργησε με Αξιοπρέπεια. Στάθηκε όρθιος, ευθυτενής και περήφανος σε όλες τις αντιξοότητες και του λειτουργήματός του και της ζωής. Και έφυγε…

Πήρε μαζί του ένα αναπάντητο, ένα πικρό «Γιατί». Και αυτό, όχι επειδή έφυγε πρόωρα, αλλά γιατί ήθελε να προσφέρει ακόμα πολλά από τα αποθέματα της ψυχής του. Τώρα, πια αυτό το «ήθελε» κάποιοι πρέπει να το συνεχίσουν, όχι για να το ολοκληρώσουν ως προσφορά. Αυτό δεν το μπορούν, ούτε πολλοί μαζί, ούτε πολύ περισσότερο ο καθένας χωριστά.

Έτσι κι αλλιώς το ισοζύγιο θα είναι ελλειμματικό απέναντι στη μεγάλη καρδιά του. Όμως το έχουν χρέος απέναντι του να συνεχίσουν αυτό το «ήθελε».

Ο Γιάννης έφυγε.

Τελευταία πονούσε πολύ, «πονάω πολύ», έλεγε.

Αλλά αρνιόταν ευγενικά τη συντροφιά στις ατελείωτες νύχτες του πόνου του, «Ευχαριστώ πολύ, αν χρειαστεί θα στο πω», απαντούσε. Έφυγε με την ίδια αξιοπρέπεια που έζησε.


Σχολιάστε εδώ