Εργασία, ασφάλιση, σπουδές σε υπονόμευση

Η Γαλλία είναι η κορυφή του παγόβουνου. Το σύμπτωμα μιας βιομηχανικής κοινωνίας με συγκεκριμένες δομές, που εδράζεται στη λογική της ύπαρξης μιας κοινωνίας δύο τρίτων, κοινωνίας που τόσο παραστατικά περιέγραψε πριν από είκοσι χρόνια η Μάργκαρετ Θάτσερ, θέλοντας να δείξει ποιο θα είναι το πρόσωπο μιας σκληρής καπιταλιστικής κοινωνίας.

Για όσους δεν κατάλαβαν από τότε πού πάει το πράγμα χρειάστηκαν αρκετές κοινωνικές εκρήξεις και αναμετρήσεις εργαζομένων και φοιτητών με κυβερνητικές δυνάμεις καταστολής σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Σιγά σιγά οι περισσότεροι κατάλαβαν ότι το υπάρχον σύστημα διακυβέρνησης αδυνατεί να οδηγήσει σε έξοδο από την (κυρίως) οικονομική κρίση και να προβάλει ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης. Οι τελευταίοι που το αντιλήφθηκαν είναι εκείνοι που έπρεπε να τους αγγίξει η ισοπέδωση των κοινωνικών δικαιωμάτων τα οποία είχαν κατακτήσει και να τους αφαιρεθούν όσα ήταν έως τότε αυτονόητα. Η ταυτόχρονη ποινικοποίηση της λέξης «κεκτημένα» από τις κυβερνήσεις των καπιταλιστικών χωρών, ακόμα και εκείνων που δεν παράγουν τίποτα αλλά αυτοεντάσσονται στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές λόγω συνάφειας με κάποια μεγάλη (π.χ. Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία), έθεσε σε αμυντική στάση τους εργαζόμενους που έβλεπαν σταδιακά και με γοργούς ρυθμούς να αναθεωρούνται: Το καθεστώς εργασίας τους, οι μέρες αδείας, το περιεχόμενο της δουλειάς, οι ώρες απασχόλησης, η αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησης, τα συντάξιμα χρόνια, το ύψος της σύνταξης, το δικαίωμα να συνταξιοδοτηθεί κανείς νωρίτερα, και τόσα άλλα.

Το κράτος αποφάσιζε να συγκρουστεί με σπουδαστές και εργαζόμενους, επειδή έβλεπε ότι το υπάρχον σύστημα εργασίας, αμοιβής, παραγωγικότητας και ασφάλισης δεν εξυπηρετούσε πια τις κυβερνήσεις έτσι όπως αυτές θέλουν. Το υπάρχον σύστημα κηρυσσόταν ανεπαρκές και στη θέση του προτεινόταν κάτι άλλο, νεφελώδες και εχθρικό, αφού στην πρωταρχική του δομή περιείχε την παραδοχή ότι αυτά που υπάρχουν σήμερα είναι προνόμια που θα πρέπει να ανακληθούν. Ταυτόχρονα οι κυβερνήσεις ενεργοποιούν την προσφιλή τους τακτική της διχόνοιας μεταξύ επαγγελμάτων και κοινωνικών τάξεων, επιχειρώντας να καταδείξουν ότι ο τάδε είναι πιο ευνοημένος από τον δείνα και αυτό είναι άδικο, διότι αποβαίνει σε βάρος του κοινωνικού συνόλου.

Τούτο έχει αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις και οι κυβερνήσεις κερδίζουν χρόνο, απολαμβάνοντας τις διενέξεις μεταξύ «ενδιαφερομένων» και ελπίζοντας ότι οι αντιπαραθέσεις αυτές θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά για άλλους ανθρώπους να διεκδικήσουν δυναμικά το δίκιο τους, φοβούμενοι μήπως γίνουν κακοί με συνανθρώπους τους.

Το σημαντικό όμως είναι -και αυτό το καταλαβαίνουν σχεδόν όλοι πλέον- ότι οι κυβερνήσεις έχουν ουσιαστικά να αντιμετωπίσουν τη χρεοκοπία του συστήματος που κληρονόμησαν και στήριξαν επί δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πολιτικές τους δημιουργούν νέα, απόλυτη και εκτεταμένη φτώχεια, γεγονός που φέρνει όλο και περισσότερους ανθρώπους στα όρια της απόγνωσης, άρα και των διεκδικήσεων στους δρόμους.

Η Γαλλία σήμερα ζει αυτό ακριβώς. Την εξέγερση των σπουδαστών που δεν ανέχονται τη μείωσή τους από τη συντηρητική κυβέρνηση. Πριν από λίγο καιρό έζησε την οργή των οικονομικών μεταναστών, που έψαχναν δουλειές και δεν εύρισκαν, που αναζητούσαν κοινωνική αναγνώριση, μια και είχαν ενταχθεί (ή έτσι νόμιζαν) στη γαλλική κοινωνία, και δεν την εύρισκαν. Ήταν και είναι η εξέγερση ανθρώπων που αίφνης διαπιστώνουν ότι ξένοι ήταν, ξένοι έμειναν, παρά τα χρόνια που έζησαν εκεί, παρά τις προσπάθειες που και οι ίδιοι έκαναν να «γαλλοποιηθούν». Η κρίση, η κοινωνική και οικονομική κρίση, ξεκινάει πάντα από τις ασθενέστερες τάξεις και τις κοινωνικές ομάδες με ειδικά χαρακτηριστικά, τις ομάδες που δεν εντάσσονται εύκολα στο τοπικό κοινωνικό γίγνεσθαι, παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβάλει να γίνουν μέρος αυτής της κοινωνίας στην οποία ζουν και εργάζονται. ΄Η μάλλον εργάζονται και ζουν. Αλλά σπουδαστές και μετανάστες είναι οι πρώτοι που (συνήθως) θίγονται από τα μέτρα και το σφίξιμο του ζωναριού.

Λίγο μετά ακολουθούν και οι άλλες κοινωνικές ομάδες με αποτέλεσμα η αντίθεση στο σύστημα να γενικεύεται και το αίτημα για συνολική αλλαγή να μεγαλώνει. Εκεί είναι που καλείται η κάθε κυβέρνηση να (απο)δείξει την επάρκειά της, παρουσιάζοντας ένα νέο μοντέλο κοινωνικής ισορροπίας, που θα λαμβάνει υπόψη του τις ανάγκες των εργαζομένων και των παραγωγικών τάξεων, όχι ένα μοντέλο που απλώς θα περιλαμβάνει περικοπές από παντού για να σταθεί το υπάρχον σύστημα. Άλλωστε, η ευφυΐα ενός πολιτικού συστήματος βρίσκεται κυρίως στον χειρισμό μιας μεγάλης κρίσης με τρόπο που θα καθιστά τους εργαζομένους συμμάχους και όχι αντιπάλους. Διότι είναι προφανές ότι η όποια λύση δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς την αποδοχή της από τον κόσμο και θα υπονομευτεί στην πρώτη δυσκολία.

Το ανησυχητικό στις καπιταλιστικές χώρες όπου ξεσπάει η μεγάλη κοινωνική κρίση είναι πως μοιάζουν να μην αντιλαμβάνονται το μέγεθος των πραγμάτων και να ελπίζουν απλώς στην εκτόνωση μιας πρόσκαιρης έντασης. Ίσως είναι ευκαιρία να καταλάβουν πως πρόκειται για κάτι σοβαρότερο: τις ίδιες τις ζωές των πολιτών που συνθέτουν τις άρρωστες κοινωνίες.


Σχολιάστε εδώ