διά χειρός…

… του πολιτικού αναλυτή Κωνσταντίνου Ι. Αγγελόπουλου, από το άρθρο του στις «6 μέρες» με τίτλο «Φαντάσματα “Κεντροαριστεράς” και ελαφρότητα στο ΠΑΣΟΚ»:

Μπορεί;

«ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΟΥ ΤΙΘΕΤΑΙ είναι: Μπορεί από το τόσο φθαρμένο ΠΑΣΟΚ του 2013 να ξεκινήσει το κτίσιμο μιας πολιτικής οικοδομής, που θα στεκόταν προσεχώς με αξιώσεις απέναντι σε μια ισχυρή “Κεντροδεξιά”, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η παλιά διπολική “ισορροπία”; Στο κέντρο του ερωτήματος βρίσκεται και το ζήτημα της προσωπικής επάρκειας του σημερινού αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, που δεν φαίνεται να είναι σε θέση να ανταποκριθεί με συγκροτημένο πολιτικό λόγο, με ψυχραιμία και σοβαρότητα στον ρόλο που ο ίδιος με πάθος διεκδικεί. (Εννοείται βέβαια ότι στο εν λόγω κόμμα πρέπει να ψάξει κανείς πολύ, και μάλλον χωρίς επιτυχία, για να εντοπίσει πολιτικούς με συγκροτημένη σκέψη, ενδιαφέρουσες απόψεις για την Ελλάδα και τον κόσμο, και με ιδιαίτερες ικανότητες διαχείρισης σύνθετων οικονομικών και κοινωνικών καταστάσεων). Έτσι, μπορεί ίσως να ειπωθεί, ότι για την υπόθεση της “Κεντροαριστεράς” ακόμη δεν έχει γραφτεί με σίγουρο χέρι ούτε ο πρόλογος».

****

… του Στέφανου Κασιμάτη (Φαληρεύς), από τη στήλη του στην «Καθημερινή»:

Η Γιάννα καρφώνει…

«Στον πολιτικό κόσμο, αντίστοιχο στήριγμά της –αν και τηρώντας τις απαραίτητες αποστάσεις– είναι ο Κ. Σημίτης. Αυτός της προτείνει, στη δεξίωση προς τιμήν της Χίλαρι Κλίντον, την προεδρία της επιτροπής διεκδίκησης των Αγώνων του 2004 και της προσφέρει τις δυνατότητες που η ίδια απαιτεί. Αποδέχεται και ο τότε δήμαρχος Δ. Αβραμόπουλος “χλωμιάζει από τον θυμό του”. Είναι επειδή τη φοβάται, γράφει, καθώς είναι “ο τυπικός πολιτικός που δεν κάνει τίποτε από την πραγματική δουλειά, αλλά είναι πάντα έτοιμος να καρπωθεί τα εύσημα για τα επιτεύγματα των άλλων”. (Κατηγορία στην οποία περιλαμβάνει και την Ντ. Μπακογιάννη, της οποίας την αντιπάθεια αισθάνεται –και ανταποδίδει– από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους…) Περιγράφει με γλαφυρότητα την υπονόμευση του ρόλου της από το περιβάλλον του Κ. Σημίτη –ιδίως δε από τον οικονομικό σύμβουλό του και μετέπειτα υπουργό Ν. Χριστοδουλάκη–, την αδυναμία του πρωθυπουργού να ελέγξει την αντίστασή τους (“μα, κ. Αγγελοπούλου, αυτοί είναι οι άνθρωποί μου” της λέει, όταν εκείνη διαμαρτύρεται) και πώς ξεπέρασε τα εμπόδια, χάρη στην προθυμία του συζύγου της να αναλάβει εκείνος τα έξοδα της διεκδίκησης, καταβάλλοντας συνολικά 15 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία ουδέποτε του επεστράφησαν, παρά τις σχετικές υποσχέσεις. Διασκεδαστική είναι η περιγραφή του τότε υπουργού Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου, όταν αντελήφθη ότι η υποψηφιότητα της Αθήνας κέρδιζε έδαφος, και της μανιώδους, πλην μάταιης, προσπάθειας που κατέβαλε για να είναι μέρος της ομάδας παρουσίασης στη Λωζάννη.

Απολαυστικό το περιστατικό της επίσκεψης του τότε Αμερικανού πρεσβευτή Τ. Μίλερ, στις υπερβολικές απαιτήσεις του οποίου για τα μέτρα ασφαλείας του προέδρου Μπους απαντά λέγοντας στη γραμματέα της: “Πάρτε έξω αυτόν τον … (jerk, στο πρωτότυπο) προτού γίνει το πρώτο θύμα”».

****

… του Μητροπολίτη Δωδώνης κ. Χρυσόστομου, από άρθρο του στο «Βήμα»:

Ναι, αλλά όχι στην Αθήνα…

«Είναι αναγκαίο να γίνει το μουσουλμανικό τέμενος και μάλιστα το γρηγορότερο. Προς Θεού όμως, όχι στην περιοχή των Αθηνών. Φαντάζεται κανείς κάθε Παρασκευή τι θα γίνεται στις συγκοινωνίες των Αθηνών από τη διακίνηση των χιλιάδων που θα συρρέουν για προσευχή; Πρέπει να εξεταστεί η περίπτωση να βρίσκεται οπωσδήποτε σε περιοχή που είναι εξυπηρετούμενη από το μετρό ή και τον προαστιακό και μακριά από κατοικημένες περιοχές.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι όσα συμβαίνουν από την αυξανόμενη λαθρομετανάστευση προκαλούν έντονο προβληματισμό στην ήδη δοκιμαζόμενη κοινωνία μας. Όμως δεν πρέπει να εφαρμόζουμε τη λαϊκή παροιμία “πονάει δόντι, κόβει κεφάλι”. Η ασφάλεια του κράτους μας και του κάθε πολίτη χωριστά έχει ανατεθεί δημοκρατικά στην κυβέρνηση, η οποία έχει υποχρέωση να πατάξει την παραβατικότητα απ’ όπου και αν προέρχεται.

Τέλος, θέλω να υπενθυμίσω ότι Ελληνες από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα κατέκλυσαν την Αφρική, την Αμερική, την Αυστραλία και εκεί εργάστηκαν, πρόκοψαν, έκαναν ναούς και σχολεία και βοήθησαν ως ευεργέτες την πατρίδα μας. Ας λείψει, επιτέλους, η πολλές φορές υποκριτική στενοκαρδία μας!».


Σχολιάστε εδώ