Γιατί οι δανειστές επιμένουν στη μείωση μισθών και συντάξεων

Όπως σημειώνουν κυβερνητικές πηγές, «ορισμένοι υπερσυντηρητικοί κύκλοι σε Ελλάδα και εξωτερικό αρνούνται να δεχτούν την πραγματικότητα. Το Μνημόνιο πέθανε και οι πολιτικές λιτότητας δεν θα επιστρέψουν στην Ελλάδα. Αυτές οι πολιτικές εφαρμόστηκαν, απέτυχαν και οδήγησαν τη χώρα στην τραγική κατάσταση που βιώνει η πλειοψηφία του ελληνικού λαού». Αυτό είναι το πνεύμα της συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου για την κυβέρνηση και το επιβεβαίωσαν οι δηλώσεις του πρωθυπουργού στο Reuters.

Είμαστε λοιπόν όλοι μάρτυρες μιας διαπραγμάτευσης σε εξέλιξη, που παρά τη δημιουργική ασάφεια της συμφωνίας δίνει την αίσθηση ότι προχωρά αργά και πολύ βασανιστικά προς το αποτέλεσμα που η πλειοψηφία των Ελλήνων προσδοκά. Έναν έντιμο συμβιβασμό, όπου οι δύο πλευρές συναντώνται έχοντας κάνει κάποιες αμοιβαίες υποχωρήσεις. Μάλιστα οι απειλές των δανειστών, λίγο πριν από κάθε προγραμματισμένη συνάντηση του Eurogroup εντείνονται, με την ελληνική πλευρά να διατηρεί θαυμαστή και ολύμπια ψυχραιμία.

Όλοι γνωρίζουν ότι η διαπραγμάτευση αφορά την περίφημη λίστα «μεταρρυθμίσεων» που συνοδεύει τη δανειακή σύμβαση. Τα μέτρα της λίστας χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Δημοσιονομικά και διαρθρωτικά. Η κυβέρνηση έχει διατυπώσει πλέον έναν ικανοποιητικό αριθμό μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα στο πεδίο της φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής κ.λπ., που αντικειμενικά καλύπτουν το δημοσιονομικό σκέλος σε μεγάλο βαθμό. Όμως οι δανειστές επιμένουν ότι περιμένουν ακόμη τη λίστα μεταρρυθμίσεων ή ότι οι διαπραγματεύσεις δεν προχωρούν ικανοποιητικά. Υπάρχει εξήγηση για όλα αυτά;

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η φιλοσοφία των Μνημονίων, δηλαδή η πολιτική λιτότητας, βασίζεται στην παραδοχή ότι η Ελλάδα έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, το οποίο οφείλεται στο υψηλό κόστος εργασίας και ότι λύση του προβλήματος είναι η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και η εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων (π.χ. στην αγορά εργασίας ή στο ασφαλιστικό) που καταλήγουν πάλι στη μείωση μισθών και συντάξεων. Η παραδοχή αυτή είναι κεντρικό θέμα του «προγράμματος προσαρμογής» και παραμένει κεντρικός πυλώνας της διαπραγματευτικής στάσης των δανειστών. Αυτές οι ίδιες απόψεις διαμορφώνουν την ανάγνωση (γράμμα) της συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου για τη γερμανική πλευρά. Τα παρακάτω εξηγούν το γιατί.

Σήμερα, που η Ευρώπη μαστίζεται από στασιμότητα και αποπληθωρισμό, οι κυρίαρχες χώρες της Ευρωζώνης (βλ. Γερμανία) προετοιμάζουν νέες θεσμικές ρυθμίσεις για την επιβολή μεγαλύτερου ελέγχου της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών-μελών, προκειμένου να προωθήσουν τη δική τους άποψη για την αντιμετώπιση της κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική για την ανάγκη περαιτέρω μείωσης του μισθολογικού κόστους είναι κυρίαρχη.

Για την τεκμηρίωση της θέσης αυτής αρκεί να ανατρέξει κανείς στην πρόσφατη Έκθεση για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση που παρουσιάσθηκε στην άτυπη Σύνοδο Κορυφής της 12ης Φεβρουαρίου 2015. Το Quarteto, δηλαδή οι τέσσερις πρόεδροι, Γιούνκερ (Επιτροπή), Τουσκ (Συμβούλιο), Ντάισελμπλουμ (Eurogroup) και Ντράγκι (ΕΚΤ), παρουσίασαν έκθεση για τα επόμενα βήματα της Οικονομικής Διακυβέρνησης στην Ευρώπη. Η έκθεση αυτή χαρακτηρίζεται από τη γερμανική ερμηνεία των αιτίων της χρηματοοικονομικής, δημοσιονομικής και κρίσης χρέους της Ευρωζώνης. Αγνοώντας τις κερδοσκοπικές κεφαλαιακές ροές που αναπτύχθηκαν από το «κέντρο» προς την ευρωπαϊκή «περιφέρεια» τα πρώτα χρόνια μετά την υιοθέτηση του ευρώ και παραβλέποντας τους λόγους που προκάλεσαν τις γνωστές εξελίξεις στην ευρωπαϊκή περιφέρεια (φούσκες ακινήτων, επέκταση της κατανάλωσης, αύξηση κόστους ζωής και μισθών) -προτού αποσυρθούν το 2008-, η έκθεση αποδίδει την κρίση που εγκαταστάθηκε μετά το 2008 και την αδυναμία αντιμετώπισής της στην άνοδο του μισθολογικού κόστους και την «ακαμψία» της αγοράς εργασίας στις «ελλειμματικές» χώρες.

Με βάση αυτή την ανάλυση, οι τέσσερις πρόεδροι προτείνουν έναν περισσότερο αυστηρό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των χωρών της ζώνης του ευρώ. Σε λιγότερο διπλωματική γλώσσα, θα λέγαμε ότι προσπαθούν να εξασφαλίσουν στα ευρωπαϊκά όργανα την εξουσία να παρεμβαίνουν καθοριστικά στην οικονομική πολιτική, μειώνοντας περαιτέρω την εθνική δημοσιονομική κυριαρχία. Στη δικαιολογητική βάση αυτής της μεταβίβασης αρμοδιοτήτων περιλαμβάνεται η ύπαρξη «μη ευέλικτων αγορών εργασίας και προϊόντων». Σύμφωνα με το επιχείρημα, εάν οι αγορές αυτές ήταν ελαστικές, τότε η «προσφορά» θα μπορούσε να ικανοποιήσει τη «ζήτηση». Οι τέσσερις πρόεδροι θεωρούν ότι δεν θα υπήρχαν οι αυξήσεις μισθών που οδήγησαν στη μείωση της ανταγωνιστικότητας των «ελλειμματικών» χωρών, εάν οι αγορές εργασίας ήταν ευέλικτες! Επομένως δεν θα είχαν αυξηθεί τα ελλείμματα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών και συνεπώς δεν θα δανειζόντουσαν προκειμένου να χρηματοδοτούν τα εξωτερικά τους ελλείμματα.

Η επιχειρηματολογία του Quarteto των προέδρων είναι εντελώς αποκαλυπτική για τις αιτίες της δυσκολίας κατάληξης της διαπραγμάτευσης, με δεδομένες τις «κόκκινες γραμμές» της κυβέρνησης. Παρά τις δήθεν ανοχές του στην αδυναμία της χώρας μας να «τα κάνει όλα», ο κ. Σόιμπλε σε αμερικανικό ακροατήριο (Brookings), με την αναφορά του στην ανταγωνιστικότητα, ουσιαστικά επέμεινε στη στρατηγική της υποτίμησης μισθών και συντάξεων και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, διότι θεωρεί ότι έτσι προωθείται η ανάκαμψη, ενώ στην πραγματικότητα προκαλείται μεγαλύτερη ύφεση. Η διαπραγμάτευση λοιπόν απαιτεί «Δήλιους κολυμβητές». Ακριβώς όπως η κατανόηση του Ηράκλειτου, που επέμενε ότι «τα πάντα ρει».


Σχολιάστε εδώ