Γιατί;
Κινητοποιούσε την Άγκυρα, γεννούσε ερωτήματα στους συμμάχους και εταίρους της, που δύσκολα μπορούσαν να αντιληφθούν και να εξηγήσουν πώς η μικρή Ελλάδα εδραίωνε ολοένα και περισσότερο την παρουσία της στον ευαίσθητο αυτόν χώρο. Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα και κυρίως από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου. Δυστυχώς η ιστορία δεν γυρίζει πίσω. Τα χρόνια πέρασαν αλλά το σκηνικό κρίσης εξακολουθεί να κυριαρχεί στον μεσανατολικό χώρο και να ταλανίζει τους πληθυσμούς του. Αφού μας υποκατέστησε στη Μέση Ανατολή η Τουρκία τού σήμερα, συμφιλιώθηκε με τον παλαιό της αντίπαλο, τη Δαμασκό, διαμεσολαβεί στη σχέση του Ιράν με τη Δύση, συμμετέχει ως μη μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, είναι μέλος του G20 και επιπλέον ο πρωθυπουργός της εμφανίζεται ως ηγέτης του μουσουλμανικού κόσμου. Δεν διστάζει ο κ. Ερντογάν να αρθρώνει πειστικό για τους οπαδούς και συμμάχους του λόγο που κατατείνει να τον καθιερώσει σημαντικό παίκτη στη διεθνή σκηνή.
Καθίσταται έτσι αυτόνομος, έγκυρος και ισότιμος συνομιλητής πάντων. Όλοι θυμούνται τη βίαιη λεκτική του αντιπαράθεση πέρυσι στο Νταβός με τον κ. Σιμόν Πέρεζ, που κάλυψαν εκτενώς και προέβαλαν όλα τα διεθνή ΜΜΕ.
Διορατικός ο τούρκος πρωθυπουργός, διείδε εγκαίρως τον ρόλο που η χώρα του θα μπορούσε να παίξει στον ευρύτερο μεσανατολικό χώρο. Εκμεταλλευόμενος την απουσία της Ελλάδας από μια περιοχή όπου παραδοσιακά άλλοτε η Αθήνα έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Και στο σημείο αυτό ένα αδυσώπητο ερώτημα προκύπτει. Γιατί η χώρα μας είναι απούσα σʼ έναν χώρο που και οικείος κατεξοχήν είναι και φιλικός; Δεν αρκεί η πρόχειρη δικαιολογία ότι υπάρχουν πολλά εσωτερικά και εξωτερικά μέτωπα ανοικτά, πρέπει να κλείσει Δημοσιονομικό, Ασφαλιστικό, Σκοπιανό, Ελληνοτουρκικά κ.λπ. κ.λπ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κατά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής η διαπραγματευτική θέση μιας χώρας ενισχύεται ανάλογα με το μέγεθος του ρόλου που μπορεί να αναλάβει να παίξει στη διεθνή σκηνή και ακόμη περισσότερο στο άμεσο περιβάλλον της. Κάτι που δεν επιτρέπεται ποτέ να ξεχνούν οι εκάστοτε κυβερνήσεις.