Ανοιχτή επιστολή προς τον διαχειριστή των τυχών του ελληνικού έθνους
Συμπαθέστατε
πρωθυπουργέ της χώρας μας.
Θα σας παρακαλούσα, κύριε πρωθυπουργέ, αυτές τις κρίσιμες ώρες που βιώνει η πατρίδα μας να κάνετε τον κόπο να πληροφορηθείτε μια μικρή έστω λεπτομέρεια της πρόσφατης ιστορίας μας, η οποία ενδεχομένως να βοηθήσει τη σκέψη σας.
Ρωτήστε τους αρμόδιους συμβούλους σας να σας ενημερώσουν σχετικά με την πριν από περίπου 70 χρόνια περίοδο, τότε που η χώρα μας στέναζε κάτω από την μπότα των χιτλερικών προγόνων της κυρίας Μέρκελ.
Η δυστυχία, η εξαθλίωση και η πείνα θέριζαν τον λαό μας. Χιλιάδες ήταν τότε οι νεκροί από ασιτία στις ελληνικές πόλεις, κυρίως όμως στην πρωτεύουσα. Θα μάθετε ακόμη ότι εκείνη ακριβώς τη φρικτή περίοδο κάποιοι Έλληνες, αδίστακτοι εμποράκοι, άρπαζαν αντί «πινακίου φακής» (μερικές δηλαδή οκάδες αλεύρι, λάδι ή ζάχαρη) τα υπάρχοντα του πεινασμένου λαού. Τα σπίτια τους, τα έπιπλά τους, τα χρυσαφικά τους κ.ο.κ.
Αυτούς τους έλληνες εκμεταλλευτές της δυστυχίας, λοιπόν, κ. Γ. Α. Παπανδρέου, οι βάρβαροι κατά τα άλλα γερμανοί κατακτητές τους συλλάμβαναν και τους εκτελούσαν διά απαγχονισμού στις πλατείες της Αθήνας. Στα κρεμασμένα και σε κοινή θέα πτώματά τους αναρτούσαν ταμπέλες που έγραφαν με κεφαλαία γράμματα «Μαυραγορίτης».
Αυτό σας λέει τίποτα κύριε πρωθυπουργέ;
Ρωτήστε ακόμα αν θέλετε τους νομικούς σας συμβούλους να σας εξηγήσουν ότι η υπεξαίρεση, η αρπαγή του δημόσιου χρήματος, αποτελεί βαρύτατο αδίκημα. Αν δε η υπεξαίρεση αυτή είναι ιδιαιτέρως μεγάλη (πόσω μάλλον όταν φτάνει στα όρια της χρεοκοπίας του κράτους κι όταν σ’ αυτήν εμπλέκονται και πολιτικά πρόσωπα), χαρακτηρίζεται «εσχάτη προδοσία» και επιβάλλεται η προβλεπόμενη ποινή.
Δεν ξέρω, κύριε πρωθυπουργέ, αν αυτό το αντιλαμβάνεσθε τις κρίσιμες αυτές ώρες. Φοβάμαι, όμως, πως όχι.
Αντιθέτως ζητάτε επίμονα, τόσο εσείς όσο και ο επί των Οικονομικών υπουργός σας, θυσίες, στερήσεις από τον ελληνικό λαό, περικόπτοντας μέρος των μισθών και των συντάξεων. Μας λέτε ότι δεν υπάρχει άλλη λύση από το να πονέσουμε, να ματώσουμε για να βγει η Ελλάδα μας από το αδιέξοδο. Πιστεύετε, αλήθεια, ότι από την περικοπή των επιδομάτων, των μισθών και των συντάξεων θα μαζέψετε τις εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ που εδώ και 20 χρόνια «ροκάνισαν» ποικιλοτρόπως τα διάφορα τρωκτικά; Τα περισσότερα από αυτά τα κλεμμένα, το ξέρετε και εσείς, όπως και ο τελευταίος πολίτης αυτής της χώρας, έχουν ήδη «ταξιδέψει» στο εξωτερικό (μέσω offshore εταιρειών κ.λπ.) και συνεπώς βρίσκονται πια σε ασφαλέστερα χρηματοκιβώτια.
Μόνο το τελευταίο τρίμηνο λέγεται ότι κάποιοι επώνυμοι συμπολίτες μας εξήγαγαν σε τράπεζες της Ελβετίας και της Κύπρου περισσότερα από 8 δισεκατομμύρια ευρώ. Άλλοι εξάλλου προχώρησαν εδώ και καιρό στο γνωστό «ξέπλυμα» των κλεμμένων, κάνοντας επενδύσεις σε πολυτελή ακίνητα και σε επιχειρήσεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Αυτούς όλους τους ευφυείς Έλληνες, κύριε πρωθυπουργέ, ασφαλώς ούτε τους γνωρίζετε ούτε και μπορείτε να τους εντοπίσετε μέσω των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών για να μάθετε, έστω, αν αυτά τα τεράστια ποσά τα συγκέντρωσαν ψάλλοντας τα κάλαντα στις γιορτές των Χριστουγέννων ή τα «βούτηξαν», κατά το κοινώς λεγόμενο, από τον κουμπαρά του κράτους.
Αξιότιμε κύριε Γ. Α. Παπανδρέου, τον περασμένο Οκτώβριο ο ελληνικός λαός, γεμάτος απογοήτευση από τις κυβερνήσεις της τελευταίας εικοσαετίας, σας είδε ως σωτήρα του. Πίστεψε στις προεκλογικές σας εξαγγελίες για δικαιοσύνη και ασφάλεια, πίστεψε στις εγγυήσεις σας για μισθούς και συντάξεις, για την εργασία, την υγεία κ.λπ. Έτσι σας έφερε στην εξουσία χαρίζοντάς σας μια πρωτοφανή για τα ελληνικά χρονικά νίκη.
Από τότε όμως, κύριε πρωθυπουργέ, πέρασαν κοντά έξι μήνες στους οποίους τόσο εσείς όσο και οι επιτελείς σας καθημερινά μας τρομοκρατείτε με τις περίεργες ανακοινώσεις σας. Πότε μας λέτε ότι είμαστε ναυαγοί του «Τιτανικού», πότε ότι είμαστε ετοιμοθάνατοι στην εντατική και ακόμα κάτι άλλα παράξενα και ακαταλαβίστικα, όπως για κάποιο γεμάτο πιστόλι επάνω στο τραπέζι.
Μήπως πρόκειται για γκανγκστερική ταινία όπου παίζουν ρουλέτα θανάτου με το οκτάσφαιρο; Προ καιρού είπατε ότι κινδυνεύει η εθνική μας κυριαρχία. Τώρα τελευταία μας είπατε ότι «είμαστε σε πόλεμο». Γιατί το κάνετε αυτό, κύριε πρωθυπουργέ; Γιατί μας γεμίζετε αντί ελπίδας φόβο και πανικό;
Με εκτίμηση
Μ. Σπαθάρης