«Ηθικολογούσα» πολιτική
Η μια πλευρά της δυσπιστίας, ή και της άρνησης, αφορά στην πραγματική βούληση της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας να προχωρήσει στις αναγκαίες τομές και μεταρρυθμίσεις.
Η άλλη πλευρά, η πιο σοβαρή, συνδέει κάθε επιλογή με τη συναλλαγή και τη διαφθορά, είτε αυτή αναφέρεται στον οικονομικό τομέα (δημόσια έργα, επενδύσεις και προμήθειες στις δημόσιες ή κοινωνικού χαρακτήρα επιχειρήσεις) είτε σε κρατικούς θεσμούς. Πρώτα ο πολίτης, στη σκέψη του αναζητά πίσω από κάθε επιλογή ένα φαινόμενο συναλλαγής και στη συνέχεια προσπαθεί να αναζητήσει το όφελος που μπορεί να προκύψει από αυτήν τη μεταρρύθμιση…
Η ηθική και η πολιτική όχι μόνο δεν συνδέονται άρρηκτα, όπως αυτονόητα επιτάσσει η δημοκρατική αρχή, αλλά έχουν μετατραπεί σε αντιθετικούς «πόλους» μιας σχέσης που υπονοεί ότι «όπου ασκείται πολιτική αυτή δεν έχει σχέση με την ηθική» και αντιστρόφως ότι «όπου αναδεικνύεται ένα ηθικό περιεχόμενο μιας πράξης αυτή η πράξη δεν θα έχει σχέση με την πολιτική και τις σκοπιμότητές της».
Αυτήν ακριβώς την αντιθετική σχέση μεταξύ ηθικής και πολιτικής προσπαθούν να απαμβλύνουν τα σύγχρονα πολιτικά συστήματα, όχι όμως επιλύοντας, αλλά αντιστρέφοντας το πρόβλημα: Γιατί τα κόμματα της διακυβέρνησης, μη θέλοντας -ή μη μπορώντας λόγω των «δεσμεύσεών» τους- να ασκήσουν πολιτικές που θα διακρίνονται από διαφάνεια και εντιμότητα, χαρακτηρίζουν τους αντιπάλους τους «διαπλεκόμενους» και «διεφθαρμένους»…
Η ηθική, συνεπώς, δεν προκύπτει στο επίπεδο της πολιτικής-κυβερνητικής πράξης αλλά αναδεικνύεται σε κεντρικό διακύβευμα μέσα στο πλαίσιο του κομματικού ανταγωνισμού…
Με βάση, λοιπόν, το κριτήριο αυτό τα πολιτικά κόμματα προβάλλουν ως πλεονέκτημα ότι είναι τα ίδια λιγότερο διεφθαρμένα και εξαρτώμενα από τους αντιπάλους τους! Σε ένα δεύτερο επίπεδο, κατά συνέπεια, εμφανίζονται οι προγραμματικές τους θέσεις, οι αρχές, οι μακροπρόθεσμοι στόχοι, τα κοινωνικά προτάγματα… για να αξιολογηθούν από τους πολίτες.
Στη χώρα μας -με αφετηρία το αλήστου μνήμης 1989- και οι εκλογές του 2000, αλλά κυρίως η εκλογική αναμέτρηση του 2004 διεξήχθη με βάση το κριτήριο της διαπλοκής και της διαφθοράς. Βεβαίως τέτοιου είδους κρίσιμα διλήμματα δεν μπορούν να τεθούν «εν κενώ», δεν αποτελούν προϊόντα μιας «κατασκευασμένης» συνείδησης των πολιτών.
Όμως η πρωτεύουσα θέση που κατέλαβε το δίλημμα αυτό στις εκλογές του 2004 και ο τρόπος με τον οποίο αναπαράγεται μέχρι σήμερα, αποδεικνύει ότι η «εντιμότητα» και η «ηθική» στην πολιτική δεν αποτελούν παρά «μέσα», «εργαλεία» που χρησιμοποιούνται στην κομματική αντιπαράθεση.
Η Νέα Δημοκρατία θεωρεί ότι το επιχείρημα της διαπλοκής και της διαφθοράς μπορεί να χρησιμοποιείται οιονεί κατά του ΠΑΣΟΚ, χωρίς να υπολογίζει το γεγονός ότι τα φαινόμενα διαφθοράς, συναλλαγής και διαπλοκής που αναφύονται συνεχώς στη διάρκεια της κυβερνητικής της θητείας, αποθεμελιώνουν σταδιακά και συστηματικά το δικό της «κεντρικό» πολιτικό επιχείρημα…
Από τη δική του πλευρά το ΠΑΣΟΚ σπεύδει να καταγγείλει κάθε κυβερνητική πράξη ως φαινόμενο συναλλαγής και διαφθοράς, επαναφέροντας και ενεργοποιώντας όμως τη μνήμη και τη συνείδηση των πολιτών στα «έργα και τις ημέρες» μιας δικής του οκταετούς κυβερνητικής θητείας που εμπέδωσε τις δομές της «διαπλοκής» και «παρεχώρησε» σ’ αυτήν πεδίο πολιτικής παρέμβασης.
Η Νέα Δημοκρατία μη μπορώντας να διασφαλίσει μια ευρεία και δυναμική κοινωνική συναίνεση κατέφυγε στις δομές του πελατειακού κράτους, στη συναλλαγή με τους μηχανισμούς των ΜΜΕ και των συμφερόντων της αγοράς. Ενσωματώθηκε σταδιακά στο σχήμα της «δομικού» τύπου διαπλοκής που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια. Με τη βοήθεια του συστήματος αυτού η Νέα Δημοκρατία ελπίζει να διασφαλίσει τη νέα κυβερνητική της θητεία.
Ασφαλώς το ΠΑΣΟΚ αποτελεί τον «εναλλακτικό πόλο» των συμφερόντων αυτών. Όμως τόσο η αμορφία όσο και η παρατεινόμενη αποσυγκρότησή του δεν μπορούν να προσφέρουν μια ασφαλή «εγγύηση» στα οικονομικά-μιντιακά συμφέροντα και στους «κύκλους» της αγοράς.
Γι’ αυτό το ΠΑΣΟΚ και η ηγεσία του βρίσκονται μετέωροι: Δεν μπόρεσαν να αποσυνδεθούν από το «παρελθόν» ούτε πολιτικοϊδεολογικά, διακηρύσσοντας μια νέα στρατηγική που θα απέρριπτε τους «ιμάντες» σύνδεσης με τα συμφέροντα της διαπλοκής, ούτε προγραμματικά, προτείνοντας και στηρίζοντας θεσμούς και διαδικασίες διαφάνειας για το παρόν και το μέλλον.
Γι’ αυτό και το θέμα της «διαφθοράς» αποτελεί μεν για το ΠΑΣΟΚ την «αιχμή του δόρατος» της αντιπολιτευτικής του πολιτικής, το οποίο όμως εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο μιας αντι-Δεξιάς παραδοσιακής ρητορικής και χάνει αναπόφευκτα τόσο την αξιοπιστία του όσο και τη δυναμική του.
Νομοτελειακά, συνεπώς, και το θέμα της ηθικής στην πολιτική ενσωματώνεται στο κεντρικό δίλημμα που χαρακτηρίζει, άλλωστε, τις επιλογές των ψηφοφόρων όλων σχεδόν των σύγχρονων πολιτικών συστημάτων: Δίλημμα που εκφράζεται με τον συλλογισμό: δεν ψηφίζω τον «καλό», αλλά τον λιγότερο «κακό»… Γι’ αυτό και -σε τελική ανάλυση- το φαινόμενο της αποηθικοποιημένης πολιτικής «ενσωματώνεται» ιστορικά στον ευρύτερο πολιτικό μας πολιτισμό, σαν ένα «φυσικό» φαινόμενο της εποχής μας…