Η μεγάλη νηστεία

Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ


Ο απόλυτος δικτάτωρ στο σπίτι κάποτε ήταν η γιαγιά. Ασθενές φύλο χαρακτήρισαν τη γυναίκα κι άλλες τέτοιες αηδίες, που σκαρφίστηκαν οι άνδρες, και είναι να τους κλαις τους κακόμοιρους για το μυαλό τους. Τα χρόνια εκείνα, τα ειρηνικά, τότε που ήσαν πολυμελείς οι οικογένειες, το δε σπίτι που κατοικούσαν ήταν προικώο, λογικά η ιδιοκτησία ανήκε στην πεθερά. Έτσι, ο γαμπρός ήταν «σώγαμπρος» και το ζευγάρι, που «ους ο Θεός συνέζευξε», συ­γκατοικούσε με τα πεθερικά.
Με δύο λόγια, η γιαγιά έκανε ό,τι κατέβαζε η γκλάβα της, καθώς ήτανε αγύριστο κεφάλι. Όσο για εκείνον τον φουκαρά τον γαμπρό, όλα τα κατάπινε και αιώνια ήταν αμίλητος. Η αλήθεια είναι πως ήταν λιγάκι πονηρούλης.

Ως λεύτερος έλεγε και διαλαλούσε το όνειρο του. «Θα βρω», έλεγε, «μια ‘‘ματσώ’’ κοπέλα, να με ταΐζει, να με ποτίζει, να με κοιμίζει, κι εγώ να κάθομαι»… Η Σοφούλα δεν ήταν «ματσώ».
Της γουστάριζε όμως ο Θέμης, έλεγε και νόστιμα ανέκδοτα, πάτησε πόδι: «Αυτόν θα πάρω»! Συγκέντρωσε πληροφορίες περί του ατόμου η μαμά, συνέκλιναν όλες οι πληροφορίες πως είναι ανεπρόκοπος. Έλεγε πως θα αυτοκτονούσε η Σοφούλα, αν δεν τον παντρευτεί.

Είδαν και αποείδαν οι δικοί της και είπαν: «Άει στο διάολο, πάρτον…». Η μαμά, που θα γινόταν πεθερά και σε λιγότερο από πέντε μήνες και γιαγιά, ήξερε πως για να γίνει ένας καλός γάμος δύο πρόσωπα χρειάζονται: Μια κοπέλα σε ώρα γάμου και μια έξυπνη μαμά. Τον τύλιξε. Του έκοψε και το καφενείο και τον έστρωσε σε δεύτερη δουλειά.

Έπαψε να είναι ο Θέμης, κι έγινε χωρίς όνομα: «Αυτός»… Εκείνος, μέσα του, «σκύλα» την ανέβαζε, σκύλα» την κατέβαζε, αλλά η γυναίκα του έπαιρνε το μέρος της μαμάς της. Έλεγε το δράμα του στον πεθερό του, γιατί σ’ αυτόν έβρισκε την απόλυτη κατανόηση. Αλλά έτσι την πάτησε κι εκείνος. Για το ουζάκι με μεζέ το καυτό κεφτεδάκι πούλησε την ελευθερία του και έπαψε να είναι άνθρωπος.

Στη γειτονιά η γιαγιά δεν έχει όνομα. Απλά, όταν αναφέρονται σ’ αυτή λένε «η γριά» κι όταν θέλουν να πούνε κάτι για τον παππού λένε «ο κακομοίρης ο γέρος». Για τον γαμπρό δεν λένε τίποτα. Μονάχα σαν συμπέρασμα, αν το φέρει η κουβέντα, έχουν έτοιμη την κατάληξη: «Ήθελές τα – έπαθές τα». Κάποτε εκμοντερνίστηκαν.

Ήρθε η πρόοδος, ο πολιτισμός, έπεσαν οι μονοκατοικίες, κτίστηκαν πολυκατοικίες. Έμαθαν τον λουτροκαμπινέ, ήρθε τρόλεϊ στο τέρμα. Άνοιξαν σουβλατζίδικα. Εκπολιτίστηκαν. Όλα άλλαξαν στη γειτονιά και κυρίως η κόρη του Θέμη, που τους παράτησε στα 13 της και συζεί με τον γκόμενο.
Όμως εκείνο που παρέμεινε αναλλοίωτο είναι η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής. Θέλεις επειδή τους πήραν τα χρόνια και κοιτάνε να τα έχουν καλά με τα Θεία, θες επειδή το μόνο που τώρα πια περιμένουν είναι η «καλή ψυχή», βάλανε νερό στο κρασί τους.

Και έτσι, τώρα, στα στερνά τους, έδωσε εντολή η γιαγιά στον παππού να πάει στην αγορά και να αγοράσει νηστίσιμα. Χάρηκε με την εντολή ο παππούς. Καιρό τώρα ήταν άρρωστος στο σπίτι, είχε και εκείνο το γιατρουδάκι που όλο «μη» ήτανε, έτσι σήμερα πέταξε από χαρά, μόλις έδωσε το ελεύθερο για την κεντρική αγορά η γιαγιά.

Θα ξανάβλεπε τους δικούς του, τους ανθρώπους του στην ψαραγορά, και θα έστηνε καβγαδάκι μαζί τους, εάν είχανε βαμμένη την παλαμίδα κόκκινη. Είπε να πάρει μαζί του τον Θέμη για παρέα, αλλά αυτός είναι αριστοκράτης και δεν πάει στο παζάρι.

Η αλήθεια είναι πως αρνήθηκε να πάει, επειδή είχε χαρτοπαιξία στο καφενείο με τα άλλα τα λαμόγια, και έχει φεσώσει τη γριά, που είπε «μπιρ Αλλάχ» στο δανεικό.

Φόρεσε το τριμμένο του το κοστούμι, που το είχε από τον γάμο του, και ξεκίνησε για τα μαγαζιά. Πρώτα θα πήγαινε στον Πέτρο να αγοράσει ταχίνι. Να φτιάσει η κυρά μια ωραία, ζεστή ζεστή, ταχινόσουπα και μια ταχινόπιτα, για να βουτάνε στον καφέ. Θα γινόταν η γνωστή συζήτηση:
«Μπουκάλι έφερες;». «Όχι». «Και πού θα βρω μπουκάλι να σου βάλω το ταχίνι;». Ήξερε πως στο τέλος μπουκάλι θα βρισκόταν και, παρά τη γκρίνια, θα του έδινε από «το καλό» που φύλαγε στο υπόγειο.

Ήξερε μάλιστα πως θα του έκανε και έκπτωση. Μπήκε με αέρα στο μαγαζί. Έριξε μια ερευνητική ματιά, αλλά Πέτρος γιοκ.

Ένας παχουλούλης κύριος με μούσι, υπάλληλος προφανώς, έσπευσε να τον εξυπηρετήσει. «Ο Πέτρος λείπει;», ρώτησε με αέρα ο παππούς. «Ο πατέρας πέθανε πριν από δύο χρόνια», είπε ο μουσάτος. Αποσβολωμένος ο παππούς έμεινε προς στιγμήν αμίλητος. Ύστερα, για να δείξει πως είναι οικείος, ξαναρώτησε:

«Κι ο Σάκης, ο γιος του, τι κάνει; Περνάει καμιά φορά, για το πούλησε το μαγαζί;». Ο παχουλούλης κύριος με το μούσι χαμογέλασε και πάλιν. «Εγώ είμαι ο Σάκης», αποκρίθηκε…

Η όρεξη για ψώνια κόπηκε με μιας στον παππού. Ρώτησε λεπτομέρειες κι έμαθε για όλους. Γύρισε άπρακτος στο σπίτι.

Τι σημασία έχει εάν δεν φάνε νηστίσιμα από την αγορά; Υπάρχει και το σούπερ μάρκετ, στην άλλη τη γωνία, που έχει απ’ όλα. Ο δικός του κόσμος έφυγε. Έφυγε, για πάντα…

 


Σχολιάστε εδώ