Η διαφύλαξη της εδαφικής μας
ακεραιότητας μέγιστο επίτευγμα
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Το έπος του ’40 και οι σχέσεις της Ελλάδας με Ιταλία, Γερμανία και Αλβανία, πριν και μετά
Σωστά δίνεται έμφαση και λαμπρότητα στους εορτασμούς της επετείου της 28ης Οκτωβρίου, με τις μεγάλες στρατιωτικές παρελάσεις να πραγματοποιούνται από ετών στη Βόρεια Ελλάδα, στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Η κατά κράτος ήττα των φασιστικών δυνάμεων του Μπενίτο Μουσολίνι, που προκάλεσε και την επέμβαση, λίγους μήνες μετά, της ναζιστικής Γερμανίας, δεν μαρτυρά μόνο τον ηρωισμό του Ελληνικού Στρατού αλλά και τη σύσσωμη συνδρομή και αντίσταση του ελληνικού λαού κατά των εισβολέων. Η Κατοχή διήρκεσε μέχρι τον Οκτώβρη του 1944, όταν ο ναζισμός ηττήθηκε οριστικά. Η μνήμη της κατοχικής περιόδου παραμένει και θα παραμείνει ως μια από τις πλέον φρικαλέες της ελληνικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας. Δυστυχώς, μετά το τέλος του πολέμου, ενώ οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες περιμαζεύανε τα συντρίμμια που άφησαν πίσω οι κατακτητές, η Ελλάδα συνέχιζε να μάχεται σπαρασσόμενη από έναν εσωτερικό εμφύλιο-ιδεολογικό πόλεμο, οι οδυνηρές συνέπειες του οποίου διήρκεσαν για δεκαετίες με την πολιτικοκοινωνική, μεταξύ άλλων, περιθωριοποίηση της Αριστεράς και των αριστερών αντιλήψεων πολιτών της.
Τι θα συνέβαινε ή τι μπορούσε να είχε συμβεί αν οι δυνάμεις του Άξονα είχαν τελικά υπερισχύσει ή ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κατέληγε με κάποιον συμβιβασμό με τους συμμάχους, χωρίς νικητές και ηττημένους; Ποιες ήταν οι σχέσεις της Ελλάδας με τους κατακτητές πριν και μετά τον πόλεμο; Η φασιστική Ιταλία, η οποία είχε καταλάβει από το 1911 τη Δωδεκάνησο, στη συνέχεια ενός νικηφόρου πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Βόρεια Αφρική, ορεγόταν και τα Επτάνησα και ιδιαίτερα την Κέρκυρα, την οποία είχαν βομβαρδίσει και αποβιβάσει ορισμένα αγήματα το 1923 με το πρόσχημα της δολοφονίας του στρατηγού Τελίνι, εντεταλμένου για τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων, που αναπόδεικτα απέδιδαν στους Έλληνες. Παράλληλα, η Ρώμη υπέθαλπε παντοιοτρόπως τον αλβανικό εθνικισμό και είχε υποσχεθεί την προσάρτηση στην Αλβανία της Θεσπρωτίας, μέχρι και την Πρέβεζα, με όχημα την κοινότητα των Τσάμηδων, που παρέμειναν, κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάννης, στην Ελλάδα ως έλληνες πολίτες. Ο Μουσολίνι ανετράπη το 1943 από τον στρατηγό Badoglio και η Ιταλία, ευθύς αμέσως, συντάχθηκε με τους συμμάχους κατά των Γερμανών. Οι ελληνοϊταλικές σχέσεις ομαλοποιήθηκαν πλήρως μετά τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, το 1947, και την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα. Οι μετέπειτα ιταλικές κυβερνήσεις ανταποκρίθηκαν σε ικανοποιητικό βαθμό στην καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων, ενώ ιταλοί ιστορικοί και στρατιωτικοπολιτικοί σχολιαστές του ελληνοϊταλικού πολέμου ευθαρσώς επέκριναν τις ιμπεριαλιστικές διαθέσεις του Ντούτσε έναντι της Ελλάδας και αναγνώρισαν τη σθεναρότητα της αντίστασης του Ελληνικού Στρατού στο αλβανικό μέτωπο. Με τη ναζιστική Γερμανία τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το καθεστώς Ι. Μεταξά δεν έκρυβε τη συμπάθειά του προς τον Αδόλφο Χίτλερ και τη ναζιστική Γερμανία, ενώ υψηλοί γερμανοί αξιωματούχοι επισκέπτονταν συχνά την ελληνική πρωτεύουσα. Η συμπεριφορά των Γερμανών άλλαξε ριζικά με την κατάκτηση της Ελλάδας. Οι Ναζί ανέχθηκαν και ευνόησαν τη βουλγαρική παρουσία στη Βόρεια Ελλάδα και ιδιαίτερα στην περιοχή της Καβάλας, την οποία εποφθαλμιούσαν και σχεδίαζαν, με τις ευλογίες του Βερολίνου, να προσαρτήσουν. Η γερμανική Κατοχή βαρύνεται επιπλέον με τη διάπραξη φοβερών εγκλημάτων πολέμου, με ομαδικές εκτελέσεις και ολοκληρωτικές καταστροφές όπως στο Δίστομο, στα Καλάβρυτα, στο Κομμένο Άρτας, τους Λιγκιάδες Ιωαννίνων και σε μικρότερη κλίμακα σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Η Βόννη (πρωτεύουσα της ΟΔΓ μέχρι την επίσημη μεταφορά της στο Βερολίνο, το 1999), ανταποκρίθηκε μόνο εν μέρει στις υποχρεώσεις της έναντι της Ελλάδας για τις πολεμικές επανορθώσεις, ενώ το Βερολίνο εξακολουθεί να αρνείται την αποπληρωμή του αναγκαστικού κατοχικού δανείου, κατά παράβαση των διατάξεων του διεθνούς δικαίου περί της διαδοχής των υποχρεώσεων των κρατών. Η περίπτωση της Αλβανίας, σε σύγκριση με Ιταλία και Γερμανία, προσλαμβάνει διαφορετική μορφή. Προπολεμικά η Αλβανία εμμέσως είχε προσαρτηθεί στην Ιταλία σε προσωπική ένωση. Ο βασιλιάς της Ιταλίας Βιτόριο Εμμανουέλε έφερε τον τίτλο Re D Italia e di Albania, Imperatore Dell Abyssinia (Βασιλεύς της Ιταλίας και Αλβανίας, Αυτοκράτωρ της Αβυσσηνίας). Το 1940 η τότε αλβανική κυβέρνηση, υπό τον Αχμέτ Ζώγου, εκούσα-άκουσα, συνέπραξε με τον Ιταλικό Στρατό με δικές της στρατιωτικές δυνάμεις στον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Και συνέχισαν και μετά το 1943 στο πλευρό των Γερμανών, κυριότατα στους Νομούς Θεσπρωτίας – Πρεβέζης. Mε το υπ’ αριθ. 194 ΒΔ που κυρώθηκε από τη Βουλή η αλβανική κυβέρνηση αναγνώριζε: «Η Αλβανία θα ευρίσκετο σε εμπόλεμο κατάσταση με τα κράτη εκείνα που θα ευρίσκοντο σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία». Με την κήρυξη του πολέμου κατά της Ελλάδας την 28η Οκτωβρίου, η Αλβανία κατέστη αυτομάτως εμπόλεμη χώρα. Η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων το 1947 αντιμετώπισε την Αλβανία με μεγάλη επιείκεια, προφανώς με την υποστήριξη της ΕΣΣΔ. Έκριναν ότι η Αλβανία, που ήδη είχε καταστεί κομμουνιστική με ηγέτη τον Εμβέρ Χότζα, δεν λειτουργούσε αυτόνομα αλλά ως κατεχόμενο ουσιαστικά κράτος από τη φασιστική Ιταλία. Έτσι οι ελληνοαλβανικές σχέσεις, το θέμα της οριοθέτησης των συνόρων, το καθεστώς της ελληνικής μειονότητας στη Νότια Αλβανία, κ.ά., αναβλήθηκαν για το μέλλον.
Τυπικώς η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των δύο χωρών δεν έχει αρθεί. Αλλά αυτό έχει επισυμβεί δι’ άλλων ισοδύναμων πράξεων, όπως η σύναξη διπλωματικών σχέσεων, η διμερής Συμφωνία Φιλίας και Συνεργασίας και ασφαλώς διά διεθνών πράξεων, όπως η Τελική Πράξη του Ελσίνκι (1973), που αναγνωρίζει ως οριστικά τα σύνορα στην Ευρώπη. Οι αλβανικές κυβερνήσεις, για λόγους εντυπώσεων και εξυπηρέτησης σκοπιμοτήτων εξωτερικής πολιτικής, ζητούν επιμόνως και νομοθετική άρση της εμπόλεμης κατάστασης, την οποία η Αθήνα θεωρεί ότι στην πράξει έχει επισυμβεί. Τα κενά της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων είχαν σοβαρές επιπτώσεις στην εξέλιξη των ελληνοαλβανικών σχέσεων και ασφαλώς επί της προστασίας των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στη Νότια Αλβανία, όπως καταδεικνύουν και τα τελευταία γεγονότα στη Χειμάρρα. Οι πρόσφατες επισημάνσεις και προειδοποιήσεις του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου ότι η Ελλάδα δεν θα συναινέσει σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας αν δεν γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας δεν ήταν ρητορικές.
Σχεδόν κάθε επέτειο της 28ης Οκτωβρίου γίνονται, ανεπισήμως, αναφορές στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εορτάζεται και να τιμάται το έπος του ’40. Αν δηλαδή πρέπει να λαμβάνει πανηγυρικό μεν χαρακτήρα, αλλά λιγότερο εμφατικό, χωρίς παρελάσεις, ιδίως τις μαθητικές, λαμβάνοντας υπόψη και τις αλλαγές που έχουν επέλθει στις σχέσεις των λαών της Ευρώπης με τη δημιουργία της ΕΕ. Τα επιχειρήματα υπέρ της πρώτης ή της δεύτερης εκδοχής είναι οπωσδήποτε ισχυρά και πιστεύω ότι για το ορατό μέλλον παρέλκει σχετικός διάλογος. Σημασία έχει να παραμένει ζωντανή η μνήμη του έπους του ’40, να μεταφέρεται σωστά το νόημα στις νέες γενιές, όπως και το μήνυμα ότι εκτός από την εθνική αξιοπρέπεια και ελευθερία, μεγίστη προσφορά της αντίστασης του ελληνικού λαού ήταν και η διαφύλαξη της εδαφικής μας ακεραιότητας.