Οι Γερμανοί φεύγουν…

Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ


Από τις αρχές εκείνου του Οκτώβρη ήταν ολοφάνερο πως τίποτα δεν κρατούσε πια τους Γερμανούς στην Ελλάδα και πως, όπου και να ‘ναι, θα έφευγαν. Η μόνη έννοια που απασχολούσε τους Αθηναίους ήταν εάν το φευγιό τους θα γινόταν με ειρηνικό και πολιτισμένο τρόπο, δείχνοντας τα ευγενικά τους αισθήματα, ως συγγνώμη σε έναν λαό που τόσα εξαιτίας τους υπέφερε, ή φεύγοντας θα επιδείξουν όλη την αιματηρή τους ιδιοσυγκρασία, που σαν και αυτή δεν υπάρχει όμοια στον κόσμο. Πώς θα άφηναν την Ελλάδα «παραπονεμένη», π.χ., τα SS χωρίς μιαν εκτέλεση, χωρίς φωτιά σε ένα χωριό, χωρίς εξανδραποδισμό μιας πενηντάδας, τουλάχιστον, κατοίκων; Αλλά το γερμανικό οργανωτικό πνεύμα βρήκε τη λύση. Θα έστελναν τα SS στην επαρχία, όπου οι άνθρωποι είναι άξεστοι, και θα κρατούσαν τα βασανιστήρια για την Αθήνα, που έχει το ψωμί. Έτσι, από προχθές, πάνοπλοι Γερμανοί, μέσα σ’ ένα VAN ξεκαπέλωτο, με δέκα άνδρες, συν ένα πολυβόλο, με τα στοιχεία «POL», δηλαδή POLIZEI (αστυνομία), τριγυρνούσε τις γειτονιές πυροβολώντας ό,τι εκινείτο. Με τον τρόπο αυτό σκότωσαν μια δεκαπεντάχρονη Φαληριωτοπούλα, την Ήβη Αθανασιάδου, που το μόνο της έγκλημα ήταν πως χαιρόταν τη λευτεριά της πατρίδας της. Και ίσως ήμουν τυχερός που δεν «ξάπλωσε» και μένα, καθώς παίζαμε μπάλα -μονότερμα- έξω στον δρόμο με τον συμμαθητή μου από το γυμνάσιο, τον Παντελή Εφραίμογλου.

Το σκοτάδι της παραμονής 11ης Οκτωβρίου πέφτει και τυλίγει τη νεκρή Αθήνα. Στους δρόμους κανένας δεν κυκλοφορεί. Λίγα ταβερνεία, Πατησίων μεριά, που παρέμεναν ανοικτά και πωλούσαν ρετσίνα, σήμερα είναι κατάκλειστα. Όλοι κλείστηκαν συνετά στα σπιτάκια τους και μόνον σε κάποιες πολυσύχναστες κεντρικές διασταυρώσεις τοποθετήθηκαν, άνευ ειδικής διαταγής, ένοπλοι φρουροί του «εφεδρικού ΕΛΑΣ». Μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά, ένα αυτοκίνητο περνά με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Να είναι τάχατες γερμανικό, που μεταφέρει κάποια διαταγή καταστροφής, ή ένα «ελεύθερο» ελληνικό, που έρχεται να κλείσει τους λογαριασμούς με τους κατακτητές; Ο έλληνας στρατιωτικός διοικητής, που είχε έρθει από τη Μέση Ανατολή, διέταξε, για την τήρηση της τάξεως, περιπολίες αστυφυλάκων από τη δύναμη των αστυνομικών τμημάτων της πρωτεύουσας. Και είναι θλιβερό, και αστείο συνάμα, να βλέπεις μερικούς ταλαίπωρους πολισμαναίους, με το ντουφέκι τους στον ώμο, να ξενυχτάνε μήπως διαταράξει κανένας την τάξη.

Η Αθήνα κοιμάται. Όλοι φαντάζονται και προσδοκούν την ευτυχία, που είναι επί θύραις, αλλά κανένας δεν την καρτεράει ξάγρυπνος. Το «χωνί», που κάθε νύχτα είχε την τιμητική του, απόψε ξεσάλωσε. Άλλοτε ακουγόταν από πολύ μακριά, σχεδόν σαν ψίθυρος. Σήμερα το ακούς σαν να βγαίνει η φωνή του μέσα από το σαλόνι σου. Μας μιλάει για νίκες των Σοβιετικών στα Βαλκάνια. Για τις στρατιές του Κόνιεφ και του Ροκοσόφσκι, που σαν καταιγίδα σαρώνουν τη Βιέννη, το Βελιγράδι, τη Σόφια… Καλοδεχούμενα όλα!

Το φως της ημέρας αρχίζει να χαράζει στο βάθος. Είναι η Πέμπτη 12η Οκτωβρίου του 1944. Μια ημέρα γεμάτη Ιστορία. Η πιο μεγάλη ημέρα της Ελλάδας. Κάποια συνωμοτικά χτυπήματα στην πόρτα, δειλά και συνεσταλμένα. Λες και δεν πρέπει να υπάρχει και δεύτερος αποδέκτης για το χτύπημα. Τέσσερα χρόνια σκλαβιάς, με συλλήψεις, με μπλόκα, με ανακρίσεις, δεν μπορεί παρά να σε κάνανε επιφυλακτικό. Και η πόρτα που χτυπάς δεν ξέρεις εάν θα την ανοίξει εκείνος που καρτερείς ή ένας ψυχρός γκεσταπίτης. Οι δικοί μου κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου. Όχι συνωμοτικό χτύπημα στην πόρτα δεν ακούνε, αλλά δεν ξυπνάνε μήτε με κανονιά. Ανοίγω. Είναι ο Κότσικ. «Κοιμόσαστε;», λέει. «Οι Γερμανοί φεύγουν κι εσείς κοιμάστε»; Και χωρίς να πει δεύτερη κουβέντα χάνεται στο σύφεγγο της αυγής. Από τη γρίλια κοιτάω το Ιωσηφόγλειο. Ο Γερμανοί το είχαν ναυτική διοίκηση. Προσπαθώ μέσα στο ημίφως να ξεχωρίσω τον σκοπό. Βλέπω να στέκεται φρουρός στην πύλη ένας Ελασίτης. Ξυπνάω τους δικούς μου.

Ένας φωτορεπόρτερ, νομίζω ο Όμηρος Προδρομίδης, στήθηκε πάνω στην Ακρόπολη κι απαθανάτισε τον τελευταίο γερμανό υπαξιωματικό να αφαιρεί «εν κρυπτώ» τη γερμανική πολεμική σημαία, που γεμάτη «δόξα» κυμάτιζε. Πού οι ένδοξες εκείνες ημέρες, με τα τηλεγραφήματα θριάμβου στον Φύρερ ότι «ύψωσα τη σημαία μας στην Ακρόπολη»; Τώρα ένας υπαξιωματικός την κουβαλάει σαν μπόγο στον ώμο, και πολύ της πέφτει. Καμπάνες χτυπάνε, σημαίες στολίζουν κάθε καινό χώρο, οι Αθηναίοι βγαίνουν στους δρόμους και γιορτάζουν τη λευτεριά τους. Συλλαλητήρια με πανό συμμαχικές σημαίες οργανώνονται. Η Αθήνα έχει ξέφρενη γιορτή. Στις 11:30, ο γερμανός στρατηγός Φέλμι, στολισμένος με όλα του τα λιλιά, καταθέτει στέφανο στον Άγνωστο Στρατιώτη. Δέκα λεπτά αργότερα, οι Έλληνες πατριώτες τον έχουνε ξεμερδίσει…


Σχολιάστε εδώ