Θέλουν να αφαιρέσουν τον λόγο
από την Ιεραρχία

-Λες και δεν είναι Έλληνες, δεν έχουν άποψη…

Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Πάντα θυμάμαι τις Κυριακές που με βροχή, με κρύο, χειμώνα και καλοκαίρι περίμενα ντυμένη, χτενισμένη, τυποδεμένη που ’λεγε κι η μάνα μου την γιαγιά μου για να πάμε στην Εκκλησία. Δυσανασχετούσα γιατί ήθελα να κοιμηθώ κι άλλο μα σαν άκουγα τα’ ομπρελίνο της να χτυπά την πόρτα δεν καθυστερούσα δευτερόλεπτο. Έβγαινα στην αυλή και αμίλητες παίρναμε τον δρόμο για το Εκκλησάκι της γειτονιάς μας.

Χασμουριόμουν στον δρόμο, ίδιος ξενύχτης και περπατούσα ακροπατώντας για μη σκουντουφλήσω πάνω σε καμιά πέτρα, έτσι που ήμουνα ακόμα στο γλυκό ντάντεμα του ύπνου. Σαν μπαίναμε στην Εκκλησιά η ζεστασιά εκείνη από τα αναμμένα κεριά, τα χαμηλά φώτα και τους ύμνους που ακούγονταν μ’ έκαναν να βουλιάζω στο στασίδι της γιαγιάς παίρνοντας ακόμη έναν υπνάκο, ενώ αισθανόμουν μια απέραντη γαλήνη κι ασφάλεια μέσα σ’ ένα περιβάλλον που ενέπνεε γλυκύτητα και καλοσύνη.

Έτσι πέρασαν τα παιδικά μου χρόνια αλλά κι αργότερα στην εφηβεία οι Κυριακές, οι γιορτές, τα πανηγύρια ήταν ένα είδος εξόδου για όλους και κυρίως για τα παιδιά που δεν είχαν άλλο τρόπο να επικοινωνήσουν παρά μόνο αυτές οι γιορτές. Ήταν ένας κόσμος πιο ήρεμος, πιο πιστός σε αρχές, σε αξίες στο σεβασμό και την αξιοπρέπεια.

Δυστυχία, πείνα, απελπισία μπορούσαν να γίνουν πιο μικρές πληγές με τον ιερέα της κάθε γειτονιάς να συντρέχει σ’ όσους υπέφεραν. Ο δικός μας ο παπάς-Σταύρος ήταν ένας γέροντας με πρόσωπο ίδιου αγγέλου, ολοστρόγγυλο, πάλλευκο με γαλανά μάτια. Στα μάτια του ένοιωθες την αγάπη και την προστασία που πρόσφερε άπλετα στους ανθρώπους που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Είχε την ικανότητα να μετατρέπει την δυστυχία σε αστεία παιχνίδια της ζωής που πάντα κάνει τα καπρίτσια της.

Σήμερα κατά ένα περίεργο τρόπο θεωρούν την θρησκεία μας ψεύτικη ελπίδα για τους κατατρεγμένους και τους ανίσχυρους, ενώ δεν παρατηρούν με πόσο πάθος οι ισλαμιστές προσπαθούν να επιβάλλουν την πίστη τους σκοτώνοντας στο όνομα του Αλάχ, χριστιανούς με τόσο τραγικό και απάνθρωπο τρόπο. Και εμείς; Εμείς τι κάνουμε; Προσπαθούμε ν’ αφαιρέσουμε τον λόγο απ’ την Ιεραρχία, θαρρείς και δεν είναι Έλληνες, δεν έχουν άποψη ή δεν έχουν το δικαίωμα να προβάλλουν την αντίθεσή τους σ’ ό,τι θεωρούν άδικο ή ακραίο.

Αλλά τι να πεις; Μια ζωή παπαγαλάκια και μιμητικά είμαστε, εκσυγχρονιστές λένε «σε τι;». Στο να εξευτελίζουμε εκείνους που στάθηκαν δίπλα στον λαό, στους αγώνες του για την ανεξαρτησία του.

Όλα τα είχε η Μαριορή ο φερετζές της έλειπε. Είχαμε λύσει όλα μας τα προβλήματα και διευθετήσαμε και το θέμα του νόμου της αλλαγής φύλου στα 15 και της ταυτότητας αυτών των παιδιών που ακόμη δεν ξέρουν τι θέλουν. Τόση βιασύνη. Υπερέβησαν εαυτούς και το ψήφισαν. Έκαναν μεγάλη παλικαριά και έλυσαν εν ρυπί οφθαλμού το πρόβλημα των χαμηλών συντάξεων, την πείνα και την ανεργία που παιδεύει την χώρα χρόνια τώρα. Και σ’ αυτό η γνώμη μου είναι ότι όταν οι νέοι αποφασίσουν ν’ αγαπήσουν ξανά την γη θα ξανάρθει η άνοιξη στα στέρφα χωράφια. Όταν οι νέοι νοιώσουν την αγάπη που έρχεται από ψηλά να τους θωπεύσει και να τους δώσει την ελπίδα τότε θα μπορέσουν να νικήσουν την δυστυχία που πλήττει την εύφορη γη μας.

Είναι αλήθεια παρήγορο που υπάρχουν παραδείγματα αφιλοκερδούς προσφοράς στους συνανθρώπους μας. Ένα απ’ αυτά είναι η «Κιβωτός» έργο ενός νέου Παπά που κατάφερε να δημιουργήσει ένα ίδρυμα προσφοράς για τα’ άπορα παιδιά και το ίδρυμα αυτό να θεριέψει με τους Έλληνες συμπαραστάτες με ότι μπορούν να προσφέρουν. Σαν τον πατέρα της «Κιβωτού» η συμπαράσταση των πατέρων της Εκκλησίας είναι άπλετη και χαίρομαι που ξαναβλέπω τις Εκκλησίες γεμάτες ακόμη κι από νέους ανθρώπους. Βλέπουν πως είναι η μόνη τους ελπίδα και προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανή την πίστη τους για να ελπίζουν.

Θα ήθελα μια απάντηση απ’ αυτούς που υποτιμούν την δύναμη της προσευχής. Από πού ζητούν βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής τους; Έχουν τόση μεγάλη πίστη στον εαυτό τους ή κρυφά κρυμμένοι πίσω από κλειστές πόρτες κάνουν τον σταυρό τους ζητώντας την θεία βοήθεια; Η Εκκλησία αντιπροσωπεύει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι, το μεγαλύτερο του Ελληνισμού γι’ αυτό κι οι εκσυγχρονιστές θα πρέπει να κάτσουν στην γωνιά τους αφήνοντας τους ιερωμένους να βοηθούν και να φωτίζουν τον κόσμο που ζητά την ελπίδα απ’ τον Σταυρωμένο Ιησού. Να ταΐζουν τους πεινασμένους, να ντύνουν τους ρακένδυτους, να γιατρεύουν τους πληγωμένους, να στεγάζουν όσο και όπως μπορούν τους ανθρώπους που δεν έχουν ένα τόπο να ξεκουράσουν τα παιδεμένα τους κορμιά απ’ τις ατυχίες και την μοναξιά.


Σχολιάστε εδώ